κατουρώ: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[ούρα]], [[ουρώ]] («[[κυνίδιον]]... κατουρῆσαν [[πολλάκις]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[ούρα]] μου (α. «το [[μωρό]] μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά κάποιον, [[περιφρονώ]] κάποιον, δεν τον [[λογαριάζω]] («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατουριούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />α) [[ουρώ]] ακουσίως [[πάνω]] μου<br />β) [[αισθάνομαι]] την [[ανάγκη]] να ουρήσω<br />γ) [[φοβάμαι]] υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — [[πρέπει]] [[πάντοτε]] να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρέω]] / -<i>ῶ</i> «[[κατουρώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />κατουρῶ, -όω (Α)<br />[[πλέω]] με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν [[πλῆθος]] ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν [[αὖθις]] ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ουρόω</i> / -<i>ῶ</i> ([[οὖρος]] (I) «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»), | |mltxt=<b>(I)</b><br />-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)<br /><b>1.</b> [[αποβάλλω]] [[ούρα]], [[ουρώ]] («[[κυνίδιον]]... κατουρῆσαν [[πολλάκις]]», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[βρέχω]] κάποιον ή [[κάτι]] με τα [[ούρα]] μου (α. «το [[μωρό]] μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταχειρίζομαι]] υβριστικά κάποιον, [[περιφρονώ]] κάποιον, δεν τον [[λογαριάζω]] («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατουριούμαι</i> και -<i>ιέμαι</i><br />α) [[ουρώ]] ακουσίως [[πάνω]] μου<br />β) [[αισθάνομαι]] την [[ανάγκη]] να ουρήσω<br />γ) [[φοβάμαι]] υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος<br /><b>4.</b> <b>παροιμ.</b> «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — [[πρέπει]] [[πάντοτε]] να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οὐρέω]] / -<i>ῶ</i> «[[κατουρώ]]»].<br /><b>(II)</b><br />κατουρῶ, -όω (Α)<br />[[πλέω]] με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν [[πλῆθος]] ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν [[αὖθις]] ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ουρόω</i> / -<i>ῶ</i> ([[οὖρος]] (I) «[[ευνοϊκός]] [[άνεμος]]»), [[πρβλ]]. [[απουρώ]], [[επουρώ]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:41, 24 August 2021
Greek Monolingual
(I)
-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)
1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.)
2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μεταχειρίζομαι υβριστικά κάποιον, περιφρονώ κάποιον, δεν τον λογαριάζω («δεν τον κατουράς, τον βλάκα»)
2. μέσ. κατουριούμαι και -ιέμαι
α) ουρώ ακουσίως πάνω μου
β) αισθάνομαι την ανάγκη να ουρήσω
γ) φοβάμαι υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)
3. φρ. «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος
4. παροιμ. «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐρέω / -ῶ «κατουρώ»].
(II)
κατουρῶ, -όω (Α)
πλέω με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν αὖθις ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ουρόω / -ῶ (οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»), πρβλ. απουρώ, επουρώ].