ραγίζω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ραΐζω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[ιδίως]] για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου [[χωρίς]] όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, [[υφίσταμαι]] [[ράγισμα]], [[παθαίνω]] [[ρωγμή]] («και το [[σπαθί]] μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διακόπτω]] την [[αρμογή]] ή τη [[συνοχή]] ενός πράγματος, [[προξενώ]] [[ράγισμα]] («ράγισες το [[βάζο]] [[έτσι]] που το χτύπησες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η [[καρδιά]] μου»<br />(με μτφ. σημ.) [[λυπάμαι]] [[πάρα]] πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το [[γυαλί]]»<br /><b>μτφ.</b> κλονίστηκε η [[υγεία]] ή η [[πίστη]] κάποιου ανεπανόρθωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐρράγησα</i> (<span style="color: red;"><</span> γ' πληθ. του παθ. αορ. <i>ἐρράγησαν</i> του [[ῥήγνυμι]]) [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: <i>ἐμάνησαν</i>: <i>ἐμάνησα</i>: [[μανίζω]], [[σήπομαι]]: <i>ἐσάπησαν</i>: <i>ἐσάπησα</i>: [[σαπίζω]])].<br /> <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />[[συλλέγω]] ρώγες, [[ραγολογώ]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[ραΐζω]] Ν<br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[ιδίως]] για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου [[χωρίς]] όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, [[υφίσταμαι]] [[ράγισμα]], [[παθαίνω]] [[ρωγμή]] («και το [[σπαθί]] μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. [[τραγούδι]])<br /><b>2.</b> <b>(μτβ.)</b> [[διακόπτω]] την [[αρμογή]] ή τη [[συνοχή]] ενός πράγματος, [[προξενώ]] [[ράγισμα]] («ράγισες το [[βάζο]] [[έτσι]] που το χτύπησες»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η [[καρδιά]] μου»<br />(με μτφ. σημ.) [[λυπάμαι]] [[πάρα]] πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το [[γυαλί]]»<br /><b>μτφ.</b> κλονίστηκε η [[υγεία]] ή η [[πίστη]] κάποιου ανεπανόρθωτα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. <i>ἐρράγησα</i> (<span style="color: red;"><</span> γ' πληθ. του παθ. αορ. <i>ἐρράγησαν</i> του [[ῥήγνυμι]]) [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i> (<b>πρβλ.</b> [[μαίνομαι]]: <i>ἐμάνησαν</i>: <i>ἐμάνησα</i>: [[μανίζω]], [[σήπομαι]]: <i>ἐσάπησαν</i>: <i>ἐσάπησα</i>: [[σαπίζω]])].<br /> <b>(II)</b><br />ΜΑ [[ῥάξ</i>, <i>ῥαγός]]<br />[[συλλέγω]] ρώγες, [[ραγολογώ]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=μαζεύω ρῶγες). Ἀπό τό [[ράξ]] ραγός (=[[ρώγα]]) τοῦ [[ρήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 November 2022

Greek Monolingual

(I)
και ραΐζω Ν
1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι)
2. (μτβ.) διακόπτω την αρμογή ή τη συνοχή ενός πράγματος, προξενώ ράγισμα («ράγισες το βάζο έτσι που το χτύπησες»)
3. φρ. α) «ραγίζει [ή ραγίζεται] η καρδιά μου»
(με μτφ. σημ.) λυπάμαι πάρα πολύ, θλίβομαι, β) «ράγισε το γυαλί»
μτφ. κλονίστηκε η υγεία ή η πίστη κάποιου ανεπανόρθωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον αόρ. ἐρράγησα (< γ' πληθ. του παθ. αορ. ἐρράγησαν του ῥήγνυμι) κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. μαίνομαι: ἐμάνησαν: ἐμάνησα: μανίζω, σήπομαι: ἐσάπησαν: ἐσάπησα: σαπίζω)].
(II)
ΜΑ [[ῥάξ, ῥαγός]]
συλλέγω ρώγες, ραγολογώ.

Mantoulidis Etymological

(=μαζεύω ρῶγες). Ἀπό τό ράξ ραγός (=ρώγα) τοῦ ρήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.