διαψηφίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child

Source
(1a)
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[Attic]] διαψηφιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[vote]] in [[order]] with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[decide]] by [[vote]], Dem.
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch [[ταῦτα]], Lys. 26, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0614.png Seite 614]] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; [[περί]] τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch [[ταῦτα]], Lys. 26, 1.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />[[apporter chacun son suffrage]], [[voter en ordre]].<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαψηφίζομαι:''' [[голосовать]], [[решать голосованием]] (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ [[ψήφων]] (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. [[κρύβδην]], [[κρύφα]] Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. [[διαψηφιστός]]. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· [[ταύτῃ]] διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
|lstext='''διαψηφίζομαι''': μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ [[ψήφων]] (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. [[κρύβδην]], [[κρύφα]] Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. [[διαψηφιστός]]. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· [[ταύτῃ]] διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> διαψηφίσομαι, <i>att.</i> διαψηφιοῦμαι;<br />apporter chacun son suffrage, voter en ordre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ψηφίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 14: Line 20:
|lsmtext='''διαψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[ψηφίζω]] με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφαίνομαι]] μέσω της ψήφου, σε Δημ.
|lsmtext='''διαψηφίζομαι:''' μέλ. Αττ. <i>-ιοῦμαι</i>, αποθ.:<br /><b class="num">I.</b> [[ψηφίζω]] με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποφαίνομαι]] μέσω της ψήφου, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{lxth
|elrutext='''διαψηφίζομαι:''' голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).
|lthtxt=''[[suffragia ferre]]'', to [[cast votes]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.88.1/ 4.88.1], [<i>vulgo</i> <i>commonly</i> ψηφις.].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ιοῦμαι<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[vote]] in [[order]] with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[decide]] by [[vote]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 13:59, 16 November 2024

Middle Liddell

fut. Attic διαψηφιοῦμαι
I. Dep. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.
II. to decide by vote, Dem.

German (Pape)

[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαψηφίζομαι: голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και διαψηφίζω (ΑΝ)
δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
μσν.
ενεργ. υπολογίζω τους φόρους
αρχ.
1. αποφασίζω με ψήφο
2. παθ. κρίνομαι με ψήφο
3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία.

Greek Monotonic

διαψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.
II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.

Lexicon Thucydideum

suffragia ferre, to cast votes, 4.88.1, [vulgo commonly ψηφις.].