ἰχθυοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(1ab)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ichthyotrofos
|Transliteration C=ichthyotrofos
|Beta Code=i)xquotro/fos
|Beta Code=i)xquotro/fos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">feeding fish: full of fish</b>, διαδρομαί <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>39</span>.</span>
|Definition=ἰχθυοτρόφον, feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.''Luc.''39.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1276.png Seite 1276]] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui nourrit des poissons]], [[abondant en poissons]].<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[τρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχθυοτρόφος:''' [[питающий]] (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰχθυοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, [[πλήρης]] ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.
|lstext='''ἰχθυοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, [[πλήρης]] ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui nourrit des poissons, abondant en poissons.<br />'''Étymologie:''' [[ἰχθύς]], [[τρέφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (Α [[ἰχθυοτρόφος]], -ον)<br />(για [[θάλασσα]], [[λίμνη]], ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ψάρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[ιχθυοτρόφος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], ο [[ιχθυοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιππο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>κτηνο</i>-<i>τρόφος</i>].
|mltxt=-ο (Α [[ἰχθυοτρόφος]], -ον)<br />(για [[θάλασσα]], [[λίμνη]], ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] ψάρια<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ιχθυοτρόφος]]<br />αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], ο [[ιχθυοκόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), [[πρβλ]]. [[ιπποτρόφος]], [[κτηνοτρόφος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰχθυοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι [[γεμάτος]] από ψάρια, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἰχθυοτρόφος:''' -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι [[γεμάτος]] από ψάρια, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰχθυοτρόφος:''' питающий (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰχθυο-τρόφος, ον<br />[[feeding]] [[fish]]: [[full]] of [[fish]], Plut.
|mdlsjtxt=ἰχθυο-τρόφος, ον<br />[[feeding]] [[fish]]: [[full]] of [[fish]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠοτρόφος Medium diacritics: ἰχθυοτρόφος Low diacritics: ιχθυοτρόφος Capitals: ΙΧΘΥΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ichthyotróphos Transliteration B: ichthyotrophos Transliteration C: ichthyotrofos Beta Code: i)xquotro/fos

English (LSJ)

ἰχθυοτρόφον, feeding fish: full of fish, διαδρομαί Plu.Luc.39.

German (Pape)

[Seite 1276] Fische fütternd, haltend, Sp., wie Plut. Lucull. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des poissons, abondant en poissons.
Étymologie: ἰχθύς, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυοτρόφος: питающий (разводящий) рыб, богатый рыбой (διαδρομαί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων ἰχθῦς, πλήρης ἰχθύων, διαδρομὰς ἰχθυοτρόφους Πλουτ. Λούκουλλ. 39, Ἡσύχ. ἐν λ. ἰχθυόεν.

Greek Monolingual

-ο (Α ἰχθυοτρόφος, -ον)
(για θάλασσα, λίμνη, ποταμό) αυτός που τρέφει άφθονα ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος ψάρια
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ιχθυοτρόφος
αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, ο ιχθυοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιπποτρόφος, κτηνοτρόφος].

Greek Monotonic

ἰχθυοτρόφος: -ον, αυτός που εκτρέφει ψάρια, αυτός που είναι γεμάτος από ψάρια, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἰχθυο-τρόφος, ον
feeding fish: full of fish, Plut.