φιλόδοξος: Difference between revisions
θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(1b) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filodoksos | |Transliteration C=filodoksos | ||
|Beta Code=filo/docos | |Beta Code=filo/docos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόδοξον, ([[δόξα]]) [[loving fame]] or [[loving glory]], [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]''480a, Phld.''Lib.''p.61 O. (prob., Comp.); περί τι Arist.''Rh.''1387b33; in bad sense, Ph.2.32, al.; εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6: Sup., Id.32.8.5; τὸ φιλόδοξον Luc.''Peregr.''38. Adv. [[φιλοδόξως]] = [[with ambition for glory]] ''JHS''54.141 (Delos, ii B. C.), ''OGI''339.98 (Sestos, ii B. C.), etc.: Sup. φιλοδοξότατα ''Supp.Epigr.''1.397.9 (Samos, i A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1279.png Seite 1279]] 1) ehrliebend, ehrsüchtig, ehrbegierig; Plat. Rep. V, 480; Pol. 32, 23, 5 u. Sp., wie Plut. philos. c. princ. 1. – 2) seine eigne Meinung liebend, u. übh. für eine Meinung eingenommen, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1279.png Seite 1279]] 1) [[ehrliebend]], [[ehrsüchtig]], [[ehrbegierig]]; Plat. Rep. V, 480; Pol. 32, 23, 5 u. Sp., wie Plut. philos. c. princ. 1. – 2) seine eigne Meinung liebend, u. übh. für eine Meinung eingenommen, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui s'attache à une opinion]];<br /><b>2</b> [[qui aime la gloire]] <i>ou</i> la renommée ; τὸ φιλόδοξον l'amour de la gloire.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δόξα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλόδοξος:'''<br /><b class="num">1</b> [[любящий мнимое знание]]: φιλόδοξοι [[μᾶλλον]] ἢ φιλόσοφοι Plat. ищущие скорее мнимых знаний, чем мудрости;<br /><b class="num">2</b> [[любящий славу]]: φ. περί τι Arst. ищущий славы в чем-л.; φ. εἴς τινα Polyb. домогающийся славы у кого-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) ὁ φιλῶν τὴν δόξαν ἢ τὴν τιμήν, θέλων νὰ δοξάζηται ἢ νὰ τιμᾶται, Πλατ. Πολ. 480Α· [[περί]] τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· εἴς τινα Πολύβ. 7. 8, 6 (πρβλ. [[φιλοδοξέω]])· ― τὸ φιλόδοξον Λουκ. Περεγρ. 38. Ἐπίρρ. -ξως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2699, κλπ. | |lstext='''φῐλόδοξος''': -ον, ([[δόξα]]) ὁ φιλῶν τὴν δόξαν ἢ τὴν τιμήν, θέλων νὰ δοξάζηται ἢ νὰ τιμᾶται, Πλατ. Πολ. 480Α· [[περί]] τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· εἴς τινα Πολύβ. 7. 8, 6 (πρβλ. [[φιλοδοξέω]])· ― τὸ φιλόδοξον Λουκ. Περεγρ. 38. Ἐπίρρ. -ξως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2699, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[φιλόδοξος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη [[δόξα]], αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει [[δόξα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακατέχεται από ζωηρή [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδοξον</i><br />η [[φιλοδοξία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδόξως]] ΝΑ, και <i>φιλόδοξα</i> Ν<br />με [[φιλοδοξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), | |mltxt=-η, -ο / [[φιλόδοξος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη [[δόξα]], αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει [[δόξα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διακατέχεται από ζωηρή [[επιθυμία]] για την [[επιτέλεση]] ενός έργου<br /><b>2.</b> (με αρνητική σημ.) [[μεγαλομανής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόδοξον</i><br />η [[φιλοδοξία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[φιλοδόξως]] ΝΑ, και <i>φιλόδοξα</i> Ν<br />με [[φιλοδοξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δοξος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόξα]]), [[πρβλ]]. [[ματαιόδοξος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), αυτός που αγαπά τις τιμές ή τη [[δόξα]], σε Πλάτ.· <i>τὸ φιλόδοξον</i> = το προηγ., σε Λουκ. | |lsmtext='''φῐλόδοξος:''' -ον ([[δόξα]]), αυτός που αγαπά τις τιμές ή τη [[δόξα]], σε Πλάτ.· <i>τὸ φιλόδοξον</i> = το προηγ., σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλό-δοξος, ον, [[δόξα]]<br />[[loving]] [[honour]] or [[glory]], Plat.: τὸ φιλόδοξον, = [[φιλοδοξία]], Luc. | |mdlsjtxt=φῐλό-δοξος, ον, [[δόξα]]<br />[[loving]] [[honour]] or [[glory]], Plat.: τὸ φιλόδοξον, = [[φιλοδοξία]], Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:46, 21 December 2024
English (LSJ)
φιλόδοξον, (δόξα) loving fame or loving glory, Pl.R.480a, Phld.Lib.p.61 O. (prob., Comp.); περί τι Arist.Rh.1387b33; in bad sense, Ph.2.32, al.; εἰς τοὺς Ἕλληνας Plb.7.8.6: Sup., Id.32.8.5; τὸ φιλόδοξον Luc.Peregr.38. Adv. φιλοδόξως = with ambition for glory JHS54.141 (Delos, ii B. C.), OGI339.98 (Sestos, ii B. C.), etc.: Sup. φιλοδοξότατα Supp.Epigr.1.397.9 (Samos, i A. D.).
German (Pape)
[Seite 1279] 1) ehrliebend, ehrsüchtig, ehrbegierig; Plat. Rep. V, 480; Pol. 32, 23, 5 u. Sp., wie Plut. philos. c. princ. 1. – 2) seine eigne Meinung liebend, u. übh. für eine Meinung eingenommen, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s'attache à une opinion;
2 qui aime la gloire ou la renommée ; τὸ φιλόδοξον l'amour de la gloire.
Étymologie: φίλος, δόξα.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδοξος:
1 любящий мнимое знание: φιλόδοξοι μᾶλλον ἢ φιλόσοφοι Plat. ищущие скорее мнимых знаний, чем мудрости;
2 любящий славу: φ. περί τι Arst. ищущий славы в чем-л.; φ. εἴς τινα Polyb. домогающийся славы у кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδοξος: -ον, (δόξα) ὁ φιλῶν τὴν δόξαν ἢ τὴν τιμήν, θέλων νὰ δοξάζηται ἢ νὰ τιμᾶται, Πλατ. Πολ. 480Α· περί τι Ἀριστ. Ρητ. 2. 10, 3· εἴς τινα Πολύβ. 7. 8, 6 (πρβλ. φιλοδοξέω)· ― τὸ φιλόδοξον Λουκ. Περεγρ. 38. Ἐπίρρ. -ξως, Συλλ. Ἐπιγρ. 2699, κλπ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόδοξος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα
νεοελλ.
1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου
2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδοξον
η φιλοδοξία.
επίρρ...
φιλοδόξως ΝΑ, και φιλόδοξα Ν
με φιλοδοξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ματαιόδοξος].
Greek Monotonic
φῐλόδοξος: -ον (δόξα), αυτός που αγαπά τις τιμές ή τη δόξα, σε Πλάτ.· τὸ φιλόδοξον = το προηγ., σε Λουκ.
Middle Liddell
φῐλό-δοξος, ον, δόξα
loving honour or glory, Plat.: τὸ φιλόδοξον, = φιλοδοξία, Luc.