συγκλητικός: Difference between revisions
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[") |
m (Text replacement - "Rath" to "Rat") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sygklitikos | |Transliteration C=sygklitikos | ||
|Beta Code=sugklhtiko/s | |Beta Code=sugklhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συγκλητική, συγκλητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of senatorial rank]], Lat. [[senatorius]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.36, Plu.''Galb.''9, Luc.''Alex.''25, freq. in Inscrr., ''IG''3.677, etc.; of a woman, ''IGRom.''3.95 (Pontus); <b class="b3">σ. οἰκίαι</b> ib.4.1404.16 (Smyrna, iii A.D.).<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. μέλος</b> [[summoning]], Ael.''VH''8.7. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ή, όν, zusammenrufend; – ὁ [[συγκλητικός]], ein | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0968.png Seite 968]] ή, όν, zusammenrufend; – ὁ [[συγκλητικός]], ein Ratsherr, Luc. Alex. 25; Plut. Aem. P. 38. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />de l'assemblée ; ὁ [[συγκλητικός]] membre du sénat, sénateur.<br />'''Étymologie:''' [[σύγκλητος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συγκλητικός -ή -όν [σύγκλητος] die tot de senatorenstand behoort; subst. ὁ συγκλητικός senator. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''συγκλητικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[член сената]], [[сенатор]] Plut., Luc.<br />сенатский: συγκλητικὸν [[δόγμα]] Diod. (лат. [[senatus]] [[consultum]]) сенатское постановление. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''συγκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει το [[αξίωμα]] του Συγκλητικού, Λατ. [[senatorius]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''συγκλητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει το [[αξίωμα]] του Συγκλητικού, Λατ. [[senatorius]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συγκλητικός''': -ή, -όν, ([[σύγκλητος]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σύγκλητον, ὁ ὢν [[μέλος]] τῆς συγκλήτου, [[γερουσιαστής]], Λατ. senatorius, Διόδ. 20. 36, Πλουτάρχ. Γάλβ. 9, Λουκ. Ἀλέξ. 25, καὶ συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγραφ. 423, 2782, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον τῶν συγκλητικῶν, Νικήτ. Χων. σελ. 351, 3, ἔκδ. Β. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[συγκλητικός]], ή, όν<br />of [[senatorial]] [[rank]], Lat. [[senatorius]], Plut. [from [[σύγκλητος]] | |mdlsjtxt=[[συγκλητικός]], ή, όν<br />of [[senatorial]] [[rank]], Lat. [[senatorius]], Plut. [from [[σύγκλητος]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:15, 16 April 2024
English (LSJ)
συγκλητική, συγκλητικόν,
A of senatorial rank, Lat. senatorius, D.S.20.36, Plu.Galb.9, Luc.Alex.25, freq. in Inscrr., IG3.677, etc.; of a woman, IGRom.3.95 (Pontus); σ. οἰκίαι ib.4.1404.16 (Smyrna, iii A.D.).
II σ. μέλος summoning, Ael.VH8.7.
German (Pape)
[Seite 968] ή, όν, zusammenrufend; – ὁ συγκλητικός, ein Ratsherr, Luc. Alex. 25; Plut. Aem. P. 38.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de l'assemblée ; ὁ συγκλητικός membre du sénat, sénateur.
Étymologie: σύγκλητος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκλητικός -ή -όν [σύγκλητος] die tot de senatorenstand behoort; subst. ὁ συγκλητικός senator.
Russian (Dvoretsky)
συγκλητικός: II ὁ член сената, сенатор Plut., Luc.
сенатский: συγκλητικὸν δόγμα Diod. (лат. senatus consultum) сенатское постановление.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συγκλητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σύγκλητος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» — τα μέλη της ρωμαϊκής συγκλήτου)
2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός
μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου
3. φρ. α) «συγκλητικὸ(ν) δόγμα»
ρωμ. δίκ. απόφανση της συγκλήτου επί ερωτήματος του άρχοντος
β) «συγκλητική επαρχία» — υποδιαίρεση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με επικεφαλής έναν διατελέσαντα πραίτωρα
νεοελλ.
1. ο σχετικός με τη σύγκλητο ανώτατης σχολής
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. μέλος της συγκλήτου του πανεπιστημίου
αρχ.
φρ. «συγκλητικὸν μέλος» — προσκλητήριο μέλος της συγκλήτου.
επίρρ...
συγκλητικῶς Μ
κατά τον τρόπο τών συγκλητικών.
Greek Monotonic
συγκλητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει το αξίωμα του Συγκλητικού, Λατ. senatorius, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκλητικός: -ή, -όν, (σύγκλητος) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν σύγκλητον, ὁ ὢν μέλος τῆς συγκλήτου, γερουσιαστής, Λατ. senatorius, Διόδ. 20. 36, Πλουτάρχ. Γάλβ. 9, Λουκ. Ἀλέξ. 25, καὶ συχν. ἐν Ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγραφ. 423, 2782, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον τῶν συγκλητικῶν, Νικήτ. Χων. σελ. 351, 3, ἔκδ. Β.
Middle Liddell
συγκλητικός, ή, όν
of senatorial rank, Lat. senatorius, Plut. [from σύγκλητος