θειώδης: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(cc1)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theiodis
|Transliteration C=theiodis
|Beta Code=qeiw/dhs
|Beta Code=qeiw/dhs
|Definition=(A), ες, (<b class="b3">θεῖον</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">sulphureous</b>, of waters, etc., <span class="bibl">Anon.Lond. 24.45</span>, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.2.3</span>, Archig. ap. <span class="bibl">Aët.3.167</span>, <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Mete.</span>7.5</span>; ὀδμή <span class="bibl">Str.1.3.18</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of colour, <b class="b2">yellow</b>, θώρακες <span class="bibl"><span class="title">Apoc.</span>9.17</span>.</span><br /><span class="bld">θειώδης</span> (B), ες, (<b class="b3">θεῖος</b> A) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">divine</b>. Adv. -δως <b class="b2">by Imperial decree</b>, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).</span>
|Definition=(A), ες, ([[θεῖον]] A)<br><span class="bld">A</span> [[sulphureous]], of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.''in Mete.''7.5; ὀδμή Str.1.3.18.<br><span class="bld">2</span> of colour, [[yellow]], θώρακες ''Apoc.''9.17.<br /><br />(B), ες, ([[θεῖος]] A)<br><span class="bld">A</span> [[divine]]. Adv. [[θειωδῶς]] = [[by imperial decree]], PMasp.451.42,56 (vi A.D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] ες, 1) schwefelartig, -farbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1192.png Seite 1192]] ες, 1) [[schwefelartig]], [[schwefelfarbig]], μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) [[göttlich]], Sp., auch adv.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες:<br />[[sulfureux]].<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]², -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''θειώδης:''' [[цвета серы]] (θώρακες NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θειώδης''': -ες, ([[θεῖον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[θεῖον]], Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
|lstext='''θειώδης''': -ες, ([[θεῖον]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[θεῖον]], Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες :<br />sulfureux.<br />'''Étymologie:''' [[θεῖον]]², -ωδης.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θειώδης]], -ῶδες (Μ)<br />[[θείος]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειωδώς</i> (AM, Α παπ. και θειώδως)<br />με [[θείο]] τρόπο, θεϊκά<br /><b>αρχ.</b><br />με αυτοκρατορικό [[διάταγμα]].<br /><b>(II)</b><br />-ες (Α [[θειώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θειάφι]] («θειώδους οσμῆς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θειαφιού, [[κίτρινος]] ή [[κιτρινοπράσινος]] («ἔχοντας [[θώρακας]] θειώδεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χημικός]] όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>ώδης</i>, <i>ζοφ</i>-<i>ώδης</i>). Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>sulfureux]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[θειώδης]], -ῶδες (Μ)<br />[[θείος]] (Ι)]<br />αυτός που μοιάζει με τον θεό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>θειωδώς</i> (AM, Α παπ. και θειώδως)<br />με [[θείο]] τρόπο, θεϊκά<br /><b>αρχ.</b><br />με αυτοκρατορικό [[διάταγμα]].<br /><b>(II)</b><br />-ες (Α [[θειώδης]], -ῶδες)<br /><b>1.</b> αυτός που μοιάζει με [[θειάφι]] («θειώδους οσμῆς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του θειαφιού, [[κίτρινος]] ή [[κιτρινοπράσινος]] («ἔχοντας [[θώρακας]] θειώδεις», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χημικός]] όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θείο]] (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ώδης</i> ([[πρβλ]]. [[δυσώδης]], [[ζοφώδης]]). Με τη νεοελλ. [[σημασία]] η λ. [[είναι]] [[απόδοση]] στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>sulfureux]].
}}
{{elru
|elrutext='''θειώδης:''' цвета серы (θώρακες NT).
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':qeièdhj 帖-哦得士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':安置(的)<br />'''字義溯源''':硫磺-似的,硫磺的;由([[θεῖον]])*=硫磺)與([[εἶδος]])=觀察)組成;而 ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見)<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 硫磺(1) 啓9:17
|sngr='''原文音譯''':qeièdhj 帖-哦得士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':安置(的)<br />'''字義溯源''':硫磺-似的,硫磺的;由([[θεῖον]])*=硫磺)與([[εἶδος]])=觀察)組成;而 ([[εἶδος]])出自([[οἶδα]])*=看見)<br />'''出現次數''':總共(1);啓(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 硫磺(1) 啓9:17
}}
}}

Latest revision as of 15:56, 24 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειώδης Medium diacritics: θειώδης Low diacritics: θειώδης Capitals: ΘΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: theiṓdēs Transliteration B: theiōdēs Transliteration C: theiodis Beta Code: qeiw/dhs

English (LSJ)

(A), ες, (θεῖον A)
A sulphureous, of waters, etc., Anon.Lond. 24.45, Antyll. ap. Orib.10.2.3, Archig. ap. Aët.3.167, Phlp.in Mete.7.5; ὀδμή Str.1.3.18.
2 of colour, yellow, θώρακες Apoc.9.17.

(B), ες, (θεῖος A)
A divine. Adv. θειωδῶς = by imperial decree, PMasp.451.42,56 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1192] ες, 1) schwefelartig, schwefelfarbig, μέταλλα, Paul. Sil. Therm. pyth. 20 u. a. Sp. – 2) göttlich, Sp., auch adv.

French (Bailly abrégé)

1ης, ες:
sulfureux.
Étymologie: θεῖον², -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

θειώδης: цвета серы (θώρακες NT).

Greek (Liddell-Scott)

θειώδης: -ες, (θεῖον) ὅμοιος πρὸς θεῖον, Λατ. sulfurous, μέταλλα Παῦλ. Σιλ. Θερμ. 20, Γαλην.

English (Strong)

from θεῖον and εἶδος; sulphur-like, i.e. sulphurous: brimstone.

English (Thayer)

θειωδες (from θεῖον brimstone (which see)), of brimstone, sulphurous: Lob. ad Phryn., p. 228; (Sophocles' Lexicon, under the word).

Greek Monolingual

(I)
θειώδης, -ῶδες (Μ)
θείος (Ι)]
αυτός που μοιάζει με τον θεό.
επίρρ...
θειωδώς (AM, Α παπ. και θειώδως)
με θείο τρόπο, θεϊκά
αρχ.
με αυτοκρατορικό διάταγμα.
(II)
-ες (Α θειώδης, -ῶδες)
1. αυτός που μοιάζει με θειάφι («θειώδους οσμῆς», Στράβ.)
2. αυτός που έχει το χρώμα του θειαφιού, κίτρινος ή κιτρινοπράσινος («ἔχοντας θώρακας θειώδεις», ΚΔ)
νεοελλ.
χημικός όρος που χαρακτηρίζει ορισμένες οξυγονούχες ενώσεις του θείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + κατάλ. -ώδης (πρβλ. δυσώδης, ζοφώδης). Με τη νεοελλ. σημασία η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sulfureux]].

Chinese

原文音譯:qeièdhj 帖-哦得士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:安置(的)
字義溯源:硫磺-似的,硫磺的;由(θεῖον)*=硫磺)與(εἶδος)=觀察)組成;而 (εἶδος)出自(οἶδα)*=看見)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 硫磺(1) 啓9:17