ἀσκητικός: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(3)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(24 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askitikos
|Transliteration C=askitikos
|Beta Code=a)skhtiko/s
|Beta Code=a)skhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">laborious</b>, βίος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>806a</span>; ἀ. νόσημα <b class="b2">such as is incident to an athlete</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>1085</span>; of persons, <span class="bibl">Ph.1.552</span>. Adv.-κῶς <span class="bibl">Poll.3.145</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">ascetic</b>, μελέται <span class="bibl">Ph.1.646</span>.</span>
|Definition=ἀσκητική, ἀσκητικόν,<br><span class="bld">A</span> [[laborious]], βίος [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''806a; ἀ. νόσημα [[such as is incident to an athlete]], Ar.''Lys.''1085; of persons, Ph.1.552. Adv. [[ἀσκητικῶς]] = [[in an athletic manner]] Poll.3.145.<br><span class="bld">II</span> [[ascetic]], μελέται Ph.1.646, Adv. [[ἀσκητικῶς]] = [[ascetically]], [[austerely]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[propio de los atletas]] ἀσκητικὸν τὸ [[χρῆμα]] τοῦ νοσήματος Ar.<i>Lys</i>.1085<br /><b class="num">•</b>[[apropiado para el ejercicio corporal]] τόποι <i>SB</i> 9921.13 (III d.C.), ἀσκητικώτατον ... χρῆσθαι Clem.Al.<i>Paed</i>.2.11.117.<br /><b class="num">2</b> [[laborioso]], [[activo]] op. [[ἀργός]]: [[βίος]] Pl.<i>Lg</i>.806a, [[τρόπος]] Ph.1.552.<br /><b class="num">3</b> [[que se ejercita en la disciplina]], [[ascético]] [[ἀνήρ]] M.Ant.1.7, en lit. crist. [[μελέτη|μελέται]] Ph.1.646, [[βίος]] Basil.M.31.881B, cf. Pall.<i>H.Laus</i>.32.2.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀσκητικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[de manera atlética]] Poll.3.145.<br /><b class="num">2</b> [[ascéticamente]] [[βιοτεύειν]] Thdt.M.81.1277B.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0371.png Seite 371]] übend, [[βίος]], [[arbeitsam]], Plat. Legg. VII, 806 a; K. S. [[ascetisch]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσκητικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[трудовой]] ([[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2</b> [[свойственный борцам]] ([[νόσημα]] Arph.).
}}
{{ls
|lstext='''ἀσκητικός''': -ή, -όν, [[ἐπίπονος]], κοπιαστικός, [[βίος]] Πλάτ. Νόμ. 806Α· ἀσκ. [[νόσημα]], [[νόσημα]] εἰς ὅ ὁ ἀθλητὴς ὑπόκειται, Ἀριστοφ. Λυσ. 1085: ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Γ΄, 145. ΙΙ. Ἐκκλησ. ὁ τοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς ἀσκητήν, ἀσκητικὸν [[σχῆμα]] Ἰωάνν. Μόσχ. 2881Α, ― Ἀσκητικὴ [[βίβλος]], [[βιβλίον]] περὶ ἀσκητικῶν πραγμάτων, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Βασίλ., ἀλλ’ ὁ [[Σωκράτης]] (1080Α) ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὸν Εὐστάθ. Σεβαστείας.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀσκητικός]], -ή, -όν) [[ασκητής]]<br />Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ασκητική</i><br />ο [[ασκητισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επίπονος]], ο [[κοπιαστικός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ασκητικά</i> (AM ἀσκητικῶς)<br />με τρόπο ασκητικό.
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκητικός Medium diacritics: ἀσκητικός Low diacritics: ασκητικός Capitals: ΑΣΚΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: askētikós Transliteration B: askētikos Transliteration C: askitikos Beta Code: a)skhtiko/s

English (LSJ)

ἀσκητική, ἀσκητικόν,
A laborious, βίος Pl.Lg.806a; ἀ. νόσημα such as is incident to an athlete, Ar.Lys.1085; of persons, Ph.1.552. Adv. ἀσκητικῶς = in an athletic manner Poll.3.145.
II ascetic, μελέται Ph.1.646, Adv. ἀσκητικῶς = ascetically, austerely.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1propio de los atletas ἀσκητικὸν τὸ χρῆμα τοῦ νοσήματος Ar.Lys.1085
apropiado para el ejercicio corporal τόποι SB 9921.13 (III d.C.), ἀσκητικώτατον ... χρῆσθαι Clem.Al.Paed.2.11.117.
2 laborioso, activo op. ἀργός: βίος Pl.Lg.806a, τρόπος Ph.1.552.
3 que se ejercita en la disciplina, ascético ἀνήρ M.Ant.1.7, en lit. crist. μελέται Ph.1.646, βίος Basil.M.31.881B, cf. Pall.H.Laus.32.2.
II adv. ἀσκητικῶς
1 de manera atlética Poll.3.145.
2 ascéticamente βιοτεύειν Thdt.M.81.1277B.

German (Pape)

[Seite 371] übend, βίος, arbeitsam, Plat. Legg. VII, 806 a; K. S. ascetisch.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκητικός:
1 трудовой (βίος Plat.);
2 свойственный борцам (νόσημα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκητικός: -ή, -όν, ἐπίπονος, κοπιαστικός, βίος Πλάτ. Νόμ. 806Α· ἀσκ. νόσημα, νόσημα εἰς ὅ ὁ ἀθλητὴς ὑπόκειται, Ἀριστοφ. Λυσ. 1085: ― Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Γ΄, 145. ΙΙ. Ἐκκλησ. ὁ τοῦ ἀσκητοῦ, ὁ ἀνήκων εἰς ἀσκητήν, ἀσκητικὸν σχῆμα Ἰωάνν. Μόσχ. 2881Α, ― Ἀσκητικὴ βίβλος, βιβλίον περὶ ἀσκητικῶν πραγμάτων, ἀποδιδόμενον εἰς τὸν Βασίλ., ἀλλ’ ὁ Σωκράτης (1080Α) ἀποδίδει αὐτὸ εἰς τὸν Εὐστάθ. Σεβαστείας.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀσκητικός, -ή, -όν) ασκητής
Ι. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε ασκητή
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. η ασκητική
ο ασκητισμός
αρχ.
ο επίπονος, ο κοπιαστικός
II. επίρρ. ασκητικά (AM ἀσκητικῶς)
με τρόπο ασκητικό.