бурный: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
(1) |
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[χειμέριος]], [[ἄητος]], [[περισπερχής]], [[δυσπέμφελος]], [[χειμάρροος]], [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]], [[οἰδματόεις]], [[κυματίας]], [[κυματίης]], [[ζαμενής]], [[ἄγριος]], [[ἐξώστης]], [[ὄβριμος]], [[ἰσχυρός]], [[σύντονος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[ὀξύς]], [[δριμύς]], [[δυσχείμερος]], [[δύσομβρος]], [[πολύδονος]], [[σφοδρός]], [[εὐριπώδης]], [[ἀργεστής]], [[κραιπνός]], [[λάβρος]], [[ἀελλόπους]], [[ἀελλόπος]], [[πολύκλυστος]], [[ζαής]], [[μαλερός]], [[ἴφθιμος]], [[κατάφορος]], [[πολυάϊξ]], [[ἐπαιγίζων]], [[τυφωνικός]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]] | |rueltext=[[χειμέριος]], [[ἄητος]], [[περισπερχής]], [[δυσπέμφελος]], [[χειμάρροος]], [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]], [[οἰδματόεις]], [[κυματίας]], [[κυματίης]], [[ζαμενής]], [[ἄγριος]], [[ἐξώστης]], [[ὄβριμος]], [[ἰσχυρός]], [[σύντονος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[ὀξύς]], [[δριμύς]], [[δυσχείμερος]], [[δύσομβρος]], [[πολύδονος]], [[σφοδρός]], [[εὐριπώδης]], [[ἀργεστής]], [[κραιπνός]], [[λάβρος]], [[ἀελλόπους]], [[ἀελλόπος]], [[πολύκλυστος]], [[ζαής]], [[μαλερός]], [[ἴφθιμος]], [[κατάφορος]], [[πολυάϊξ]], [[ἐπαιγίζων]], [[τυφωνικός]], [[τραχύς]], [[τρηχύς]], [[αἰπύς]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:05, 18 October 2019
Russian > Greek
χειμέριος, ἄητος, περισπερχής, δυσπέμφελος, χειμάρροος, χειμάρρους, χείμαρρος, οἰδματόεις, κυματίας, κυματίης, ζαμενής, ἄγριος, ἐξώστης, ὄβριμος, ἰσχυρός, σύντονος, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις, ὀξύς, δριμύς, δυσχείμερος, δύσομβρος, πολύδονος, σφοδρός, εὐριπώδης, ἀργεστής, κραιπνός, λάβρος, ἀελλόπους, ἀελλόπος, πολύκλυστος, ζαής, μαλερός, ἴφθιμος, κατάφορος, πολυάϊξ, ἐπαιγίζων, τυφωνικός, τραχύς, τρηχύς, αἰπύς