ударять: Difference between revisions
From LSJ
(7) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐπικρούω]], [[θείνω]], [[φλάω]], [[ἐπιπλήσσω]], [[ἐπιπλήττω]], [[ἱμάσσω]], [[ἀράσσω]], [[ἀράττω]], [[περιρραπίζω]], [[ἀμφιπατάσσω]], [[καθικνέομαι]], [[ἐγκρούω]], [[ἐπιρράσσω]], [[ἐπιρράττω]], [[κομπέω]], [[νύσσω]], [[νύττω]], [[στυφελίζω]], [[κλύζω]], [[κατακόπτω]], [[κροτέω]], [[πταίω]], [[κρούω]], [[ἐπικτυπέω]], [[ἐπωθέω]], [[κόπτω]], [[ῥαπίζω]], [[κατασκήπτω]], [[πατάσσω]], [[προσουδίζω]], [[ἐγκροτέω]], [[συγκροτέω]], [[ἐγχραύω]], [[προεμβάλλω]], [[προτύπτω]], [[προσκόπτω]], [[συγκρούω]], [[συμπαταγέω]], [[προσαράσσω]], [[προσαράττω]], [[ῥήσσω]], [[ῥήττω]], [[πλήσσω]], [[πλήττω]] | |rueltext=[[ἐφικνέομαι]], [[ἐπικρούω]], [[θείνω]], [[φλάω]], [[ἐπιπλήσσω]], [[ἐπιπλήττω]], [[ἱμάσσω]], [[ἀράσσω]], [[ἀράττω]], [[περιρραπίζω]], [[ἀμφιπατάσσω]], [[καθικνέομαι]], [[ἐγκρούω]], [[ἐπιρράσσω]], [[ἐπιρράττω]], [[κομπέω]], [[νύσσω]], [[νύττω]], [[στυφελίζω]], [[κλύζω]], [[κατακόπτω]], [[κροτέω]], [[πταίω]], [[κρούω]], [[ἐπικτυπέω]], [[ἐπωθέω]], [[κόπτω]], [[ῥαπίζω]], [[κατασκήπτω]], [[πατάσσω]], [[προσουδίζω]], [[ἐγκροτέω]], [[συγκροτέω]], [[ἐγχραύω]], [[προεμβάλλω]], [[προτύπτω]], [[προσκόπτω]], [[συγκρούω]], [[συμπαταγέω]], [[προσαράσσω]], [[προσαράττω]], [[ῥήσσω]], [[ῥήττω]], [[πλήσσω]], [[πλήττω]], [[βάλλω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:55, 15 October 2019
Russian > Greek
ἐφικνέομαι, ἐπικρούω, θείνω, φλάω, ἐπιπλήσσω, ἐπιπλήττω, ἱμάσσω, ἀράσσω, ἀράττω, περιρραπίζω, ἀμφιπατάσσω, καθικνέομαι, ἐγκρούω, ἐπιρράσσω, ἐπιρράττω, κομπέω, νύσσω, νύττω, στυφελίζω, κλύζω, κατακόπτω, κροτέω, πταίω, κρούω, ἐπικτυπέω, ἐπωθέω, κόπτω, ῥαπίζω, κατασκήπτω, πατάσσω, προσουδίζω, ἐγκροτέω, συγκροτέω, ἐγχραύω, προεμβάλλω, προτύπτω, προσκόπτω, συγκρούω, συμπαταγέω, προσαράσσω, προσαράττω, ῥήσσω, ῥήττω, πλήσσω, πλήττω, βάλλω