защита: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
(2) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἀσφάλεια]], [[ἀσφαλείη]], [[ἀσφαλίη]], [[πρόβολος]], [[πρόβλημα]], [[προβολή]], [[θώραξ]], [[τιμωρία]], [[τιμωρίη]], [[ἀπολογία]], [[τιμώρημα]], [[ἄμυνα]], [[ἀλέξησις]], [[ἄλκαρ]], [[ἔρυμα]], [[σκέπανον]], [[ἄρκεσις]], [[σκέπη]], [[σκέπας]], [[ῥῦμα]], [[ἀλέξημα]], [[εἶλαρ]], [[σκέπασμα]], [[ἀπηγόρημα]], [[σάκος]], [[ἐκδίκησις]], [[ἔπαλξις]], [[πτέρυξ]], [[ἀλκή]], [[ἀλκά]], [[ἕργμα]], [[τήρησις]], [[πρόφραγμα]], [[ἔχμα]], [[κώλυμα]], [[ὄνειαρ]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπικουρία]], [[ἐπικουρίη]], [[ἄρηξις]], [[ἀρκτήριον]], [[φυλακτήριον]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρή]], [[ἀσπίς]] | |rueltext=[[βοήθεια]], [[ἀσφάλεια]], [[ἀσφαλείη]], [[ἀσφαλίη]], [[πρόβολος]], [[πρόβλημα]], [[προβολή]], [[θώραξ]], [[τιμωρία]], [[τιμωρίη]], [[ἀπολογία]], [[τιμώρημα]], [[ἄμυνα]], [[ἀλέξησις]], [[ἄλκαρ]], [[ἔρυμα]], [[σκέπανον]], [[ἄρκεσις]], [[σκέπη]], [[σκέπας]], [[ῥῦμα]], [[ἀλέξημα]], [[εἶλαρ]], [[σκέπασμα]], [[ἀπηγόρημα]], [[σάκος]], [[ἐκδίκησις]], [[ἔπαλξις]], [[πτέρυξ]], [[ἀλκή]], [[ἀλκά]], [[ἕργμα]], [[τήρησις]], [[πρόφραγμα]], [[ἔχμα]], [[κώλυμα]], [[ὄνειαρ]], [[ἐπικούρημα]], [[ἐπικούρησις]], [[ἐπικουρία]], [[ἐπικουρίη]], [[ἄρηξις]], [[ἀρκτήριον]], [[φυλακτήριον]], [[ἀλεωρά]], [[ἀλεωρή]], [[ἀσπίς]], [[φυλακή]], [[ἐπιτείχισμα]], [[προστασία]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:08, 24 November 2022
Russian > Greek
βοήθεια, ἀσφάλεια, ἀσφαλείη, ἀσφαλίη, πρόβολος, πρόβλημα, προβολή, θώραξ, τιμωρία, τιμωρίη, ἀπολογία, τιμώρημα, ἄμυνα, ἀλέξησις, ἄλκαρ, ἔρυμα, σκέπανον, ἄρκεσις, σκέπη, σκέπας, ῥῦμα, ἀλέξημα, εἶλαρ, σκέπασμα, ἀπηγόρημα, σάκος, ἐκδίκησις, ἔπαλξις, πτέρυξ, ἀλκή, ἀλκά, ἕργμα, τήρησις, πρόφραγμα, ἔχμα, κώλυμα, ὄνειαρ, ἐπικούρημα, ἐπικούρησις, ἐπικουρία, ἐπικουρίη, ἄρηξις, ἀρκτήριον, φυλακτήριον, ἀλεωρά, ἀλεωρή, ἀσπίς, φυλακή, ἐπιτείχισμα, προστασία