именовать: Difference between revisions
From LSJ
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(3) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐξαυδάω]], [[ἐπιλέγω]], [[φατίζω]], [[μυθέω]], [[διονομάζω]], [[ἀνακαλέω]], [[ἀγκαλέω]], [[κικλήσκω]], [[προσονομάζω]], [[ὀνομάζω]], [[κατονομάζω]], [[ἐπονομάζω]], [[λέγω]], [[φθέγγομαι]], [[προσαγορεύω]], [[προσφθέγγομαι]], [[ποτιφθέγγομαι]], [[προσφωνέω]], [[ἀποκαλέω]], [[ἐνέπω]], [[ἐννέπω]] | |rueltext=[[προσαυδάω]], [[προσέρω]], [[κλῄζω]], [[ἐξαυδάω]], [[ἐπιλέγω]], [[φατίζω]], [[μυθέω]], [[διονομάζω]], [[ἀνακαλέω]], [[ἀγκαλέω]], [[κικλήσκω]], [[προσονομάζω]], [[ὀνομάζω]], [[κατονομάζω]], [[ἐπονομάζω]], [[λέγω]], [[φθέγγομαι]], [[προσαγορεύω]], [[προσφθέγγομαι]], [[ποτιφθέγγομαι]], [[προσφωνέω]], [[ἀποκαλέω]], [[ἐνέπω]], [[ἐννέπω]], [[αὐδάω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:55, 15 October 2019
Russian > Greek
προσαυδάω, προσέρω, κλῄζω, ἐξαυδάω, ἐπιλέγω, φατίζω, μυθέω, διονομάζω, ἀνακαλέω, ἀγκαλέω, κικλήσκω, προσονομάζω, ὀνομάζω, κατονομάζω, ἐπονομάζω, λέγω, φθέγγομαι, προσαγορεύω, προσφθέγγομαι, ποτιφθέγγομαι, προσφωνέω, ἀποκαλέω, ἐνέπω, ἐννέπω, αὐδάω