διονομάζω
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
A distinguish by a name, Pl.Plt. 263d:—Pass., διωνόμασται have received a name, Arist.HA494b20, cf. Mete.350b12.
II Pass., to be widely known, Isoc.20.19, Str.2.5.17, D.H.Th.4; ἐπ' ἀνδρείᾳ Id.5.25.
Spanish (DGE)
1 distinguir o distribuir por nombres, expresar por medio de nombres διονομάζοντες γάρ που λέγουσι τοὺς λόγους pues de alguna manera al dar nombres se está hablando Pl.Cra.387c, cf. Plt.263d, en v. pas. οἱ δὲ μέγιστοι (ποταμοί) Arist.Mete.350b12, διωνόμασταί τε μάλιστα ... διὰ τὴν συνήθειαν de las partes de los animales, Arist.HA 494b20.
2 en v. med.-pas. ser célebre τὸ τῶν ἡμιόνων γένος ... διωνόμασται θαυμαστῶς Str.5.3.1, τὸν Κροίσου πλοῦτον ... διονομασθῆναί φασι Str.13.4.5
•en part. célebre αἱ διωνομασμέναι ... Κελαιναί E.Fr.1085, cf. Isoc.20.19, τῇ διωνομασμένῃ παρ' ἀνθρώποις περὶ τοῦ χρηστηρίου φήμῃ SEG 42.1065.10 (Claros II a.C.), τῶν βοῶν ἀγέλαι D.S.4.18, γραφεῖς D.H.Th.4.2, cf. Str.2.5.17, νομοθέτην ἢ ποιητὴν ἢ ἄλλον τινὰ τῶν διωνομασμένων Theo Prog.103.17
•c. ἐπί y dat. famoso por ἐπ' ἀσεβείᾳ D.S.14.67, c. dat. στρατηγίᾳ διωνομασμένος D.S.12.84, τῶν ἐπὶ ἀνδρείᾳ διονομασθέντων D.H.5.25.
French (Bailly abrégé)
faire connaître entre tous ; Pass. être célèbre.
Étymologie: διά, ὀνομάζω.
German (Pape)
benennen; Plat. Polit. 263d; überall nennen, bekannt machen, nur im pass.; οἱ διωνομασμένοι stehen den ἄδοξοι gegenüber Isocr. 20.19, nach Bekker für die v.l. ὠνομασμένοι; einfacher neben γνώριμον εἶναι Arist. H.A. 1.16; oft Strab. und Folgde.
Russian (Dvoretsky)
διονομάζω:
1 давать названия, именовать Plat.; pass. получать имя Arst., Plut.;
2 перен. достигать славы (οἱ ἄδοξοι ἢ οἱ διωνομασμένοι Isocr.).
Greek (Liddell-Scott)
διονομάζω: διὰ τοῦ ὀνόματος διακρίνω, Πλάτ. Πολιτ. 263D.― Παθ., διωνόμασται, ἔχει λάβει ὄνομα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 1, πρβλ. Μετεωρ. 1. 13, 20. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, εἶμαι λίαν γνωστός, διωνόμασμαι Ἰσοκρ. 398D, Στράβων 121, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. σ. 817. 3· οἱ διωνομασμένοι, ἀντίθ. οἱ ἄδοξοι.
Greek Monolingual
διονομάζω (Α) ονομάζω
1. ξεχωρίζω κάτι ή κάποιον δίνοντάς του όνομα
2. παθ. (-ομαι) είμαι διάσημος, ξακουστός.
Greek Monotonic
διονομάζω: μέλ. -σω,
I. διακρίνω, ξεχωρίζω μέσω ονόματος, σε Πλάτ.
II. Παθ., είμαι ευρέως γνωστός, σε Ισοκρ.
Middle Liddell
fut. σω
I. to distinguish by a name, Plat.
II. Pass. to be widely known, Isocr.