разумный: Difference between revisions
From LSJ
ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice
(DvTab) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ὑγιής]], [[εἰκώς]], [[περιφραδής]], [[πολύφρων]], [[ἐχέθυμος]], [[εὐγνώμων]], [[κεδνός]], [[ἀρτίφρων]], [[δαΐφρων]], [[διανοητικός]], [[ἔλλογος]], [[σοφός]], [[νοερός]], [[λογικός]], [[πυκινός]], [[εὔφρων]], [[ἐΰφρων]], [[ἐϋφρονέων]], [[συνετή]], [[εὔλογος]], [[νοήμων]], [[πεπνυμένος]], [[ἐπίφρων]], [[ἐχέφρων]], [[θυμόσοφος]], [[νουνεχής]], [[πυκιμήδης]], [[ | |rueltext=[[ὑγιής]], [[εἰκώς]], [[περιφραδής]], [[πολύφρων]], [[ἐχέθυμος]], [[εὐγνώμων]], [[κεδνός]], [[ἀρτίφρων]], [[δαΐφρων]], [[διανοητικός]], [[ἔλλογος]], [[σοφός]], [[νοερός]], [[λογικός]], [[πυκινός]], [[εὔφρων]], [[ἐΰφρων]], [[ἐϋφρονέων]], [[συνετή]], [[εὔλογος]], [[νοήμων]], [[πεπνυμένος]], [[ἐπίφρων]], [[ἐχέφρων]], [[θυμόσοφος]], [[νουνεχής]], [[πυκιμηδής]], [[πυκιμήδης]], [[πυκινόφρων]], [[περίφρων]], [[πευκάλιμος]], [[ἔννοος]], [[ἔννους]], [[θυμοσοφικός]], [[πραγματικός]], [[βουλήεις]], [[ἐοικώς]], [[λογιστικός]], [[πινυτός]], [[ἀριφραδής]], [[ἐσθλός]], [[ἔμφρων]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:03, 21 October 2024
Russian > Greek
ὑγιής, εἰκώς, περιφραδής, πολύφρων, ἐχέθυμος, εὐγνώμων, κεδνός, ἀρτίφρων, δαΐφρων, διανοητικός, ἔλλογος, σοφός, νοερός, λογικός, πυκινός, εὔφρων, ἐΰφρων, ἐϋφρονέων, συνετή, εὔλογος, νοήμων, πεπνυμένος, ἐπίφρων, ἐχέφρων, θυμόσοφος, νουνεχής, πυκιμηδής, πυκιμήδης, πυκινόφρων, περίφρων, πευκάλιμος, ἔννοος, ἔννους, θυμοσοφικός, πραγματικός, βουλήεις, ἐοικώς, λογιστικός, πινυτός, ἀριφραδής, ἐσθλός, ἔμφρων