δρύφακτος: Difference between revisions
δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dryfaktos | |Transliteration C=dryfaktos | ||
|Beta Code=dru/faktos | |Beta Code=dru/faktos | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῠ], ὁ, later [[τρύφακτος]] ''BCH''35.23 (Delos, iv B. C.), ''OGI''598.3 (Jerusalem), Hdn.Gr.2.595:—<br><span class="bld">A</span> [[railing]] or [[latticed]] [[partition]], serving as the [[bar]] of the [[court]]s of [[law]], the [[council]]-[[chamber]], etc., Ar. ''V.''380: mostly in plural, ὑπερεπήδων τοὺς δ. Id.''Eq.''675; ὑπὸ τοῖς δ. Id.''V.'' 386; <b class="b3">ἐπὶ τοῖς δ.</b> ib.552, X ''HG''2.3.55: sg., δρυφάκτου τρόπῳ Apollod. ''Poliorc.''172.1.<br><span class="bld">2</span> [[handrail]], Plb.1.22.6, 10.<br><span class="bld">3</span> [[balcony]], Arist. ''Ath.''50.2:—written δρύφρακτοι, Lib.''Or.''11.217. (By dissim. for [[δρύφρακτος]] ([[φράσσω]]), cf. Lib. l. c., Hellad. ap. Sch.Orib.2p.746D., Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' l. c.) | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=-η, -ον<br />[[separado]], [[protegido por una barrera]] θρόνος como signo de la realeza romana, Lyd.<i>Mag</i>.1.7, δρυφάκτη [[λάρναξ]] = [[arca]] guardada tras una [[barrera]]</i> como explicación de <i>[[scrinium]]</i> Lyd.<i>Mag</i>.3.35. < [[δρύφακτος]] [[δρυφακτόω]] > [[δρύφακτος]], -ου, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> τρύφ- <i>IG</i> 11(2).142.45 (IV a.C.), <i>ID</i> 366A.47 (III a.C.), <i>SEG</i> 23.514.16 (Delos II a.C.), <i>IMylasa</i> 502.3 (heleníst.), <i>IOropos</i> 325.4 (III/II a.C.), <i>CIIud</i>.1400 (Jerusalén I d.C.), Hdn.Gr.2.595; δρύφρ- Lib.<i>Or</i>.11.217, Zonar.128.29C.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῠ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[barrera]], [[balaustrada]], [[barandal]] para [[delimitar]] un [[recinto]] [[oficial]] o [[sagrado]]: para [[separar]] a los miembros de la [[βουλή]] o los tribunales <i>IG</i> 1<sup>3</sup>.64.14 (V a.C.), [[ἄνευ]] δρυφάκτου τὴν δίκην μέλλεις καλεῖν; Ar.<i>V</i>.830, ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους Ar.<i>Eq</i>.675, cf. <i>V</i>.386, 552, X.<i>HG</i> 2.3.55, <i>IG</i> 12(3).326.25 (Tera II d.C.), en templos, para aislar imágenes u objetos sagrados, frec. en Delos κλειδὸς καὶ χελωνίου ἐπὶ τὸν τρύφακτον <i>IG</i> 11(2).287A.56 (III a.C.), cf. <i>IG</i> 11(2).287A.101 (III a.C.), [[λίθινος]] <i>ID</i> 1403Bb.2.19, 20 (II a.C.), ξύλινος <i>ID</i> 1417A.2.38 (II a.C.), τὰ δρύινα εἰς τὸν τρύφακτον <i>ID</i> 366A.47 (III a.C.), τοῦ τρυφάκτου τοῦ μεταξὺ τοῦ βωμοῦ ... καὶ τῆς τραπέζης τοῦ θεοῦ <i>ILabr</i>.60.12, cf. <i>SEG</i> [[l.c.]], <i>IMylasa</i> [[l.c.]], aislando el segundo recinto del templo de Jerusalén <i>CIIud</i>.l.c., I.<i>BI</i> 5.193, δρυφάκτῳ ... ἡ σκηνὴ προσεώκει del Tabernáculo, Thdt.<i>Qu.in Ex</i>.60<br /><b class="num">•</b>en iglesias crist. [[cancela]], [[celosía]] para [[separar]] al [[clero]] del [[público]], Soz.<i>HE</i> 7.25.9<br /><b class="num">•</b>gener. cualquier tipo de [[barrera de separación]] δρυφάκτους τὰς κιγχλίδας καὶ τὰ σανιδώματα καὶ τάς κλίμακας προσηγόρευον Hellad. en Sch.Orib.14.13.<br /><b class="num">2</b> [[balconada]], [[balcón]] en casas particulares κωλύουσι ... δρυφάκτους ὑπὲρ τῶν ὁδῶν [[ὑπερτείνειν]] (los astínomos) prohíben que se tiendan balcones saledizos sobre las calles</i> Arist.<i>Ath</i>.50.2, cf. Heraclid.Lemb.<i>Pol</i>.8, Chrys.M.60.69, <i>PAmst</i>.51.3 (V/VI d.C.).<br /><b class="num">3</b> mec. [[barandilla]], [[parapeto]] en [[máquina]]s de [[guerra]] εἶχεν ... δρύφακτον αὕτη παρ' ἑκατέραν τὴν ἐπιμήκη πλευράν, εἰς [[γόνυ]] τὸ [[βάθος]] ref. la [[pasarela]] de [[abordaje]], Plb.1.22.6, cf. 10, para el [[asedio]] de ciudades δρυφάκτου τρόπῳ Apollod.<i>Poliorc</i>.172.1.<br /><b class="num">• Etimología:</b> De δρυ- (cf. [[δρῦς]]) y *φρακ-το-ς (cf. [[φράσσω]]), c. disim. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />barre | |btext=ου (ὁ) :<br />barre d'un tribunal <i>ou</i> d'un lieu d'assemblée <i>d'ord. au plur.</i><br />'''Étymologie:''' par dissimil. p. *[[δρύφρακτος]], de [[δρῦς]], [[φράσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δρύφακτος:''' (ῠ) ὁ преимущ. pl. [[перегородка]] или [[перила]], [[барьер]] Arph., Xen., Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''δρύφακτος''': ὁ, [[φραγμός]] τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν [[διαχώρισμα]] χρησιμεῦον ὡς [[περίφραγμα]] τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. [[αὐτόθι]] 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. [[κιγκλίς]]. 2) καθ’ ἑνικὸν [[καθόλου]], κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς [[φραγμός]], [[ὥστε]] ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δρύφακτος:''' ὁ, αντί <i> | |lsmtext='''δρύφακτος:''' ὁ, αντί <i>δρύφρακτος</i> ([[δρῦς]], [[φράσσω]]), [[φράχτης]] ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην [[περίφραξη]] των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. [[cancelli]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δρύ-φακτος, ὁ, <i>n</i> [for δρύφρακτος,] [[δρῦς]], [[φράσσω]]<br />a [[fence]] or [[railing]], serving as the bar of the law-courts or [[council]]-[[chamber]], Ar.; in | |mdlsjtxt=δρύ-φακτος, ὁ, <i>n</i> [for δρύφρακτος,] [[δρῦς]], [[φράσσω]]<br />a [[fence]] or [[railing]], serving as the bar of the law-courts or [[council]]-[[chamber]], Ar.; in plural, like Lat. [[cancelli]], Ar. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:17, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῠ], ὁ, later τρύφακτος BCH35.23 (Delos, iv B. C.), OGI598.3 (Jerusalem), Hdn.Gr.2.595:—
A railing or latticed partition, serving as the bar of the courts of law, the council-chamber, etc., Ar. V.380: mostly in plural, ὑπερεπήδων τοὺς δ. Id.Eq.675; ὑπὸ τοῖς δ. Id.V. 386; ἐπὶ τοῖς δ. ib.552, X HG2.3.55: sg., δρυφάκτου τρόπῳ Apollod. Poliorc.172.1.
2 handrail, Plb.1.22.6, 10.
3 balcony, Arist. Ath.50.2:—written δρύφρακτοι, Lib.Or.11.217. (By dissim. for δρύφρακτος (φράσσω), cf. Lib. l. c., Hellad. ap. Sch.Orib.2p.746D., Sch.Ar.Eq. l. c.)
Spanish (DGE)
-η, -ον
separado, protegido por una barrera θρόνος como signo de la realeza romana, Lyd.Mag.1.7, δρυφάκτη λάρναξ = arca guardada tras una barrera como explicación de scrinium Lyd.Mag.3.35. < δρύφακτος δρυφακτόω > δρύφακτος, -ου, ὁ
• Alolema(s): τρύφ- IG 11(2).142.45 (IV a.C.), ID 366A.47 (III a.C.), SEG 23.514.16 (Delos II a.C.), IMylasa 502.3 (heleníst.), IOropos 325.4 (III/II a.C.), CIIud.1400 (Jerusalén I d.C.), Hdn.Gr.2.595; δρύφρ- Lib.Or.11.217, Zonar.128.29C.
• Prosodia: [-ῠ-]
I 1barrera, balaustrada, barandal para delimitar un recinto oficial o sagrado: para separar a los miembros de la βουλή o los tribunales IG 13.64.14 (V a.C.), ἄνευ δρυφάκτου τὴν δίκην μέλλεις καλεῖν; Ar.V.830, ὑπερεπήδων τοὺς δρυφάκτους Ar.Eq.675, cf. V.386, 552, X.HG 2.3.55, IG 12(3).326.25 (Tera II d.C.), en templos, para aislar imágenes u objetos sagrados, frec. en Delos κλειδὸς καὶ χελωνίου ἐπὶ τὸν τρύφακτον IG 11(2).287A.56 (III a.C.), cf. IG 11(2).287A.101 (III a.C.), λίθινος ID 1403Bb.2.19, 20 (II a.C.), ξύλινος ID 1417A.2.38 (II a.C.), τὰ δρύινα εἰς τὸν τρύφακτον ID 366A.47 (III a.C.), τοῦ τρυφάκτου τοῦ μεταξὺ τοῦ βωμοῦ ... καὶ τῆς τραπέζης τοῦ θεοῦ ILabr.60.12, cf. SEG l.c., IMylasa l.c., aislando el segundo recinto del templo de Jerusalén CIIud.l.c., I.BI 5.193, δρυφάκτῳ ... ἡ σκηνὴ προσεώκει del Tabernáculo, Thdt.Qu.in Ex.60
•en iglesias crist. cancela, celosía para separar al clero del público, Soz.HE 7.25.9
•gener. cualquier tipo de barrera de separación δρυφάκτους τὰς κιγχλίδας καὶ τὰ σανιδώματα καὶ τάς κλίμακας προσηγόρευον Hellad. en Sch.Orib.14.13.
2 balconada, balcón en casas particulares κωλύουσι ... δρυφάκτους ὑπὲρ τῶν ὁδῶν ὑπερτείνειν (los astínomos) prohíben que se tiendan balcones saledizos sobre las calles Arist.Ath.50.2, cf. Heraclid.Lemb.Pol.8, Chrys.M.60.69, PAmst.51.3 (V/VI d.C.).
3 mec. barandilla, parapeto en máquinas de guerra εἶχεν ... δρύφακτον αὕτη παρ' ἑκατέραν τὴν ἐπιμήκη πλευράν, εἰς γόνυ τὸ βάθος ref. la pasarela de abordaje, Plb.1.22.6, cf. 10, para el asedio de ciudades δρυφάκτου τρόπῳ Apollod.Poliorc.172.1.
• Etimología: De δρυ- (cf. δρῦς) y *φρακ-το-ς (cf. φράσσω), c. disim.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
barre d'un tribunal ou d'un lieu d'assemblée d'ord. au plur.
Étymologie: par dissimil. p. *δρύφρακτος, de δρῦς, φράσσω.
Russian (Dvoretsky)
δρύφακτος: (ῠ) ὁ преимущ. pl. перегородка или перила, барьер Arph., Xen., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δρύφακτος: ὁ, φραγμός τις κιγκλιδωτὸς ἢ δικτυωτὸν διαχώρισμα χρησιμεῦον ὡς περίφραγμα τῶν δικαστηρίων, τοῦ βουλευτηρίου, κτλ., Ἀριστοφ. Σφηξ. 830 συνήθ. κατὰ πληθ., ὡς τὸ Λατ. cancelli, ὑπερεπήδων τοὺς δρ. ὁ αὐτ. Ἱππ. 675· ὑπὸ τοῖς δρ. ὁ αὐτ. Σφηξ. 386· ἐπὶ τοῖς δρ. αὐτόθι 552, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 55· οὐδ. πληθ. δρύφακτα ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. ἐν Στεφ. Θησαυρ., ἀλλὰ τὸ ἀρσενικὸν ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. Πολύβ. (ἴδε κατωτ.), καὶ ἀλλαχοῦ τὸ γένος δὲν δύναται νὰ ὁρισθῇ· πρβλ. κιγκλίς. 2) καθ’ ἑνικὸν καθόλου, κιγκλίδες, Πολύβ. 1. 22, 6 καὶ 10. (Ὁ Σχολ. τοῦ Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν διὰ τοῦ ὁ ἐκ δρυὸς φραγμός, ὥστε ἀρχικῶς θὰ ἦτο δρυόφρακτος).
Greek Monotonic
δρύφακτος: ὁ, αντί δρύφρακτος (δρῦς, φράσσω), φράχτης ή κιγλίδωμα, που χρησιμεύει στην περίφραξη των δικαστηρίων ή του βουλευτηρίου, σε Αριστοφ.· στον πληθ., όπως το Λατ. cancelli, στον ίδ.
Middle Liddell
δρύ-φακτος, ὁ, n [for δρύφρακτος,] δρῦς, φράσσω
a fence or railing, serving as the bar of the law-courts or council-chamber, Ar.; in plural, like Lat. cancelli, Ar.