αὐτόνοος: Difference between revisions

From LSJ

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
(3)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftonoos
|Transliteration C=aftonoos
|Beta Code=au)to/noos
|Beta Code=au)to/noos
|Definition=ον, contr. αὐτό-νους, ουν, of the Phaeacian ships, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">instinct with sense</b>, <span class="bibl">Eust. 1153.32</span>, with allusion to the nymph Autonoe.</span>
|Definition=αὐτόνοον, contr. [[αὐτόνους]], [[αὐτόνουν]], of the [[Phaeacian]] [[ship]]s, [[instinct]] with [[sense]], Eust. 1153.32, with allusion to the [[nymph]] [[Autonoe]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que está dotado de inteligencia]] νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32<br /><b class="num"></b>[[que es todo inteligencia]] νοῦς <i>Tz.Comm</i>.Ar.1.169.1.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />[[qui a sa volonté propre]], [[obstiné]], [[opiniâtre]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], [[νόος]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτόνοος:''' стяж. [[αὐτόνους]] 2 [[своенравный]], [[упрямый]] ([[γνώμα]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] к [[ἴδιος]]).
}}
{{ls
|lstext='''αὐτόνοος''': -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, [[ἰσχυρογνώμων]], [[ἐπίμονος]], αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ [[ἰδίᾳ]] γνώμᾳ, [[ὅπερ]] παραβιάζει τὸ [[μέτρον]]. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, [[ἅπερ]] καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὐτόνοος:''' -ον, συνηρ. <i>-[[νους]]</i>, <i>-ουν</i>, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του [[θέληση]], [[ισχυρογνώμων]], σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[self-willed]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόνοος Medium diacritics: αὐτόνοος Low diacritics: αυτόνοος Capitals: ΑΥΤΟΝΟΟΣ
Transliteration A: autónoos Transliteration B: autonoos Transliteration C: aftonoos Beta Code: au)to/noos

English (LSJ)

αὐτόνοον, contr. αὐτόνους, αὐτόνουν, of the Phaeacian ships, instinct with sense, Eust. 1153.32, with allusion to the nymph Autonoe.

Spanish (DGE)

-ον
que está dotado de inteligencia νῆες τῶν Φαιάκων Eust.1153.32
que es todo inteligencia νοῦς Tz.Comm.Ar.1.169.1.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui a sa volonté propre, obstiné, opiniâtre.
Étymologie: αὐτός, νόος.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόνοος: стяж. αὐτόνους 2 своенравный, упрямый (γνώμα Aesch. - v.l. к ἴδιος).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἰδίαν ἔχων θέλησιν, ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, αὐτόνῳ γνώμᾳ Αἰσχύλ. Πρ. 543, κατὰ Δινδ. άντὶ ἰδίᾳ γνώμᾳ, ὅπερ παραβιάζει τὸ μέτρον. 2) ἐπὶ τῶν πλοίων τῶν Φαιάκων, ἅπερ καθ’ Ὅμηρον εἶχον νοημοσύνην τινά. Εὐστ. 1153. 32, ὑπονοουμένης πως καὶ τῆς νύμφης Αὐτονόης.

Greek Monotonic

αὐτόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του θέληση, ισχυρογνώμων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

self-willed, Aesch.