ἐπισμυγερός: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epismygeros | |Transliteration C=epismygeros | ||
|Beta Code=e)pismugero/s | |Beta Code=e)pismugero/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπισμυγερή, ἐπισμυγερόν, [[gloomy]], [[sad]], Ἀχλύς Hes.''Sc.''264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. [[ἐπισμυγερῶς]], ἀπέτεισεν [[sadly]] did he [[pay]] for it, Od.3.195; <b class="b3">ἐ. ναυτίλλεται</b> [[at his peril]], [[to his misfortune]] doth he [[sail]], 4.672, cf.A.R.1.616. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] schmählich, schrecklich, jämmerlich, [[ἀχλύς]] Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0980.png Seite 980]] [[schmählich]], [[schrecklich]], [[jämmerlich]], [[ἀχλύς]] Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />[[lamentable]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[σμυγερός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπισμῠγερός:''' [[горестный]], [[мучительный]], [[страшный]] (Ἀχλύς Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπισμῠγερός''': -ά, -όν, [[οἰκτρός]], [[ἐλεεινός]], πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672. | |lstext='''ἐπισμῠγερός''': -ά, -όν, [[οἰκτρός]], [[ἐλεεινός]], πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ. | |lsmtext='''ἐπισμῠγερός:''' -ά, -όν, [[σκυθρωπός]], [[οικτρός]], [[ελεεινός]], σε Ησίοδ.· επίρρ., <i>ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν</i>, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται</i>, ταξιδεύει [[ιδία]] [[δαπάνη]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐπι-σμῠγερός, ή, όν<br />[[gloomy]], Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν [[sadly]] did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his [[cost]] doth he [[sail]], Od. | |mdlsjtxt=ἐπι-σμῠγερός, ή, όν<br />[[gloomy]], Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν [[sadly]] did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his [[cost]] doth he [[sail]], Od. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:53, 12 November 2023
English (LSJ)
ἐπισμυγερή, ἐπισμυγερόν, gloomy, sad, Ἀχλύς Hes.Sc.264; αἶσα A.R. 4.1065.—Hom. has only the Adv. ἐπισμυγερῶς, ἀπέτεισεν sadly did he pay for it, Od.3.195; ἐ. ναυτίλλεται at his peril, to his misfortune doth he sail, 4.672, cf.A.R.1.616.
German (Pape)
[Seite 980] schmählich, schrecklich, jämmerlich, ἀχλύς Hes. Sc. 264; αἶσα Ap. Rh. 4, 1065. – Adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, schmählich büßte er, Od. 3, 194; ναυτίλλεται 4, 672; öfter bei Ap. Rh.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
lamentable.
Étymologie: ἐπί, σμυγερός.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισμῠγερός: горестный, мучительный, страшный (Ἀχλύς Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, οἰκτρός, ἐλεεινός, πὰρ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει, ἐπισμυγερὴ καὶ αἰνὴ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 264· αἶσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1065. ― Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸ ἐπίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν,. οἰκτρῶς, ὀδυνηρῶς ἐπλήρωσεν, Ὀδ. Γ. 195· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, «ἐπὶ κακῷ τῷ ἐαυτοῦ, ἐπιπόνως» (Σχολιαστ.), «ἀθλίως, χαλεπῶς… παρέλκει δὲ ἡ ἐπὶ» (ὁ αὐτ.). Δ. 672.
Greek Monolingual
ἐπισμυγερός, -ά, -όν (Α)
οικτρός, ελεεινός (α. «πάρ’ δ’ Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή καὶ αἰνή», Ησίοδ.
β. «ἐπιομυγερή αἶσα», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σμυγερός «οδυνηρός, λυπηρός»].
Greek Monotonic
ἐπισμῠγερός: -ά, -όν, σκυθρωπός, οικτρός, ελεεινός, σε Ησίοδ.· επίρρ., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν, οδυνηρά το πλήρωσε, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται, ταξιδεύει ιδία δαπάνη, στο ίδ.
Middle Liddell
ἐπι-σμῠγερός, ή, όν
gloomy, Hes.:—adv., ἐπισμυγερῶς ἀπέτισεν sadly did he pay for it, Od.; ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται to his cost doth he sail, Od.