ἔλασμα: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=elasma
|Transliteration C=elasma
|Beta Code=e)/lasma
|Beta Code=e)/lasma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">metal beaten out, metal-plate</b>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>69.51</span>, <span class="bibl">D.S.5.33</span>, Dsc.5.81, <span class="bibl">Paus.10.16.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> general name for [[probes]] and other surgical [[instruments]], Gal.2.574; <b class="b3">ἔ. ξύλινον</b> ibid.: esp. <b class="b2">flat end</b> of a probe, Heliod. ap. <span class="bibl">Orib.44.11.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = [[ἔλασις]], <span class="bibl">Eust.1306.55</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[metal beaten out]], [[metal-plate]], Ph.''Bel.''69.51, [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.33, Dsc.5.81, Paus.10.16.1.<br><span class="bld">2</span> general name for [[probes]] and other surgical [[instruments]], Gal.2.574; <b class="b3">ἔ. ξύλινον</b> ibid.: esp. [[flat end]] of a probe, Heliod. ap. Orib.44.11.3.<br><span class="bld">II</span> = [[ἔλασις]], Eust.1306.55.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[metal batido o labrado]], [[plancha]], [[placa]], [[lámina de metal]] ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου [[LXX]] <i>Hb</i>.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.<i>Bel</i>.69.51, cf. Hippol.<i>Haer</i>.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου [[Diodorus Siculus|D.S.]]5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς <i>ID</i> 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.<i>AI</i> 11.331, 12.70.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[sonda]] ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574<br /><b class="num"></b>en plu. ref. [[instrumental quirúrgico]] diverso, Gal.2.575, 580.<br /><b class="num">3</b> [[parte plana]], [[mango]], [[empuñadura]] de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada</i> Heliod. en Orib.44.11.4.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[empuje]], [[peso]] τῶν ποδῶν I.<i>AI</i> 12.74, cf. Aristeas 69.<br /><b class="num">2</b> [[empuje]], [[carrera]] del caballo, Eust.1306.55.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔλασμα''': τό, [[μέταλλον]] ἐσφυρηλατημένον, πλὰξ μεταλλίνη, Διοσκ. 5. 96, Παυσ. 10.16, 1. ΙΙ. = [[ἔλασις]], Γεώργ. Πισίδης Ἑξαήμ. στ. 99, Εὐστ. 1306. 55.
|lstext='''ἔλασμα''': τό, [[μέταλλον]] ἐσφυρηλατημένον, πλὰξ μεταλλίνη, Διοσκ. 5. 96, Παυσ. 10.16, 1. ΙΙ. = [[ἔλασις]], Γεώργ. Πισίδης Ἑξαήμ. στ. 99, Εὐστ. 1306. 55.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> concr.<br /><b class="num">1</b> [[metal batido o labrado]], [[plancha]], [[placa]], [[lámina de metal]] ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου LXX <i>Hb</i>.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.<i>Bel</i>.69.51, cf. Hippol.<i>Haer</i>.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου D.S.5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς <i>ID</i> 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.<i>AI</i> 11.331, 12.70.<br /><b class="num">2</b> cirug. [[sonda]] ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574<br /><b class="num">•</b>en plu. ref. [[instrumental quirúrgico]] diverso, Gal.2.575, 580.<br /><b class="num">3</b> [[parte plana]], [[mango]], [[empuñadura]] de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada</i> Heliod. en Orib.44.11.4.<br /><b class="num">II</b> abstr.<br /><b class="num">1</b> [[empuje]], [[peso]] τῶν ποδῶν I.<i>AI</i> 12.74, cf. Aristeas 69.<br /><b class="num">2</b> [[empuje]], [[carrera]] del caballo, Eust.1306.55.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἔλασμα]])<br />λεπτή μετάλλινη [[πλάκα]] ή [[φύλλο]] μετάλλου, [[λαμαρίνα]], που κατασκευάζεται με [[σφυρηλάτηση]] ή [[έλαση]] (συνεχή [[συμπίεση]] σε θερμή [[κατάσταση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το πλατύ [[μέρος]] του φύλλου τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἔλασις]]<br /><b>μσν.</b><br />μεταλλική [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται ως [[κόσμημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων<br /><b>2.</b> το επίπεδο [[άκρο]] του καθετήρα.
|mltxt=το (AM [[ἔλασμα]])<br />λεπτή μετάλλινη [[πλάκα]] ή [[φύλλο]] μετάλλου, [[λαμαρίνα]], που κατασκευάζεται με [[σφυρηλάτηση]] ή [[έλαση]] (συνεχή [[συμπίεση]] σε θερμή [[κατάσταση]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το πλατύ [[μέρος]] του φύλλου τών [[φυτών]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἔλασις]]<br /><b>μσν.</b><br />μεταλλική [[πλάκα]] που χρησιμοποιείται ως [[κόσμημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων<br /><b>2.</b> το επίπεδο [[άκρο]] του καθετήρα.
}}
}}

Latest revision as of 08:05, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλασμα Medium diacritics: ἔλασμα Low diacritics: έλασμα Capitals: ΕΛΑΣΜΑ
Transliteration A: élasma Transliteration B: elasma Transliteration C: elasma Beta Code: e)/lasma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A metal beaten out, metal-plate, Ph.Bel.69.51, D.S.5.33, Dsc.5.81, Paus.10.16.1.
2 general name for probes and other surgical instruments, Gal.2.574; ἔ. ξύλινον ibid.: esp. flat end of a probe, Heliod. ap. Orib.44.11.3.
II = ἔλασις, Eust.1306.55.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
I concr.
1 metal batido o labrado, plancha, placa, lámina de metal ἔ. χρυσίου καὶ ἀργυρίου LXX Hb.2.19, cf. Aristeas 65, ἐλάσματα χαλκᾶ Ph.Bel.69.51, cf. Hippol.Haer.4.32.1, ἐλάσματα ... σιδήρου D.S.5.33, cf. Paus.10.16.1, ἔ. λαμπάδος σιδηρᾶς ID 1417B.2.60 (II a.C.), μολύβδου ἐλάσματα Dsc.5.81.4, I.AI 11.331, 12.70.
2 cirug. sonda ἔ. χαλκοῦν, ἢ σιδηροῦν, ἢ ἀργυροῦν, ἢ ξύλινον Gal.2.574
en plu. ref. instrumental quirúrgico diverso, Gal.2.575, 580.
3 parte plana, mango, empuñadura de un instrumento cortante ἔ. στενῆς κατιάδος mango de una lanceta delgada Heliod. en Orib.44.11.4.
II abstr.
1 empuje, peso τῶν ποδῶν I.AI 12.74, cf. Aristeas 69.
2 empuje, carrera del caballo, Eust.1306.55.

German (Pape)

[Seite 789] τό, eine mit dem Hammer getriebene Metallplatte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλασμα: τό, μέταλλον ἐσφυρηλατημένον, πλὰξ μεταλλίνη, Διοσκ. 5. 96, Παυσ. 10.16, 1. ΙΙ. = ἔλασις, Γεώργ. Πισίδης Ἑξαήμ. στ. 99, Εὐστ. 1306. 55.

Greek Monolingual

το (AM ἔλασμα)
λεπτή μετάλλινη πλάκα ή φύλλο μετάλλου, λαμαρίνα, που κατασκευάζεται με σφυρηλάτηση ή έλαση (συνεχή συμπίεση σε θερμή κατάσταση)
νεοελλ.
το πλατύ μέρος του φύλλου τών φυτών
αρχ.-μσν.
ἔλασις
μσν.
μεταλλική πλάκα που χρησιμοποιείται ως κόσμημα
αρχ.
1. ονομασία διαφόρων χειρουργικών εργαλείων και οργάνων
2. το επίπεδο άκρο του καθετήρα.