ὡρογράφος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=ὡρογράφος
|Full diacritics=ὡρογρᾰ́φος
|Medium diacritics=ὡρογράφος
|Medium diacritics=ὡρογράφος
|Low diacritics=ωρογράφος
|Low diacritics=ωρογράφος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orografos
|Transliteration C=orografos
|Beta Code=w(rogra/fos
|Beta Code=w(rogra/fos
|Definition=[ᾰ], ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">writing history by seasons</b> or <b class="b2">years, annalist</b>, Plu.2.869a; also <b class="b2">précis=writer</b> (or perh. [[postmaster]]), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span> 710</span> (ii B. C.).</span>
|Definition=[ᾰ], ὁ, [[writing history by seasons]] or [[years]], [[annalist]], Plu.2.869a; also [[précis]]-[[writer]] (or perhaps [[postmaster]]), ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]'' 710 (ii B. C.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui écrit (l'histoire) par ordre d'années, l'annaliste, <i>particul.</i> l'annaliste municipal.<br />'''Étymologie:''' [[ὧρος]], [[γράφω]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1414.png Seite 1414]] die Geschichte nach Jahren ordnend, schreibend, erzählend, ein Annalist; Plut. de Her. malign. 36; Hesych.
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὡρογράφος]], -ον, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συσκευή]] αυτόματης εκτύπωσης, [[πάνω]] σε [[κάρτα]] της ημερομηνίας, της ώρας και του λεπτού προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου στην και από την [[εργασία]] του<br /><b>αρχ.</b><br />[[ιστοριογράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὥρα</i> <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὡρογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, [[χρονογράφος]], Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ [[ἔτος]] πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel.· πρβλ. [[ὧρος]] ([[ἔτος]]).
|lstext='''ὡρογράφος''': [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, [[χρονογράφος]], Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ [[ἔτος]] πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, [[ἔνθα]] ἴδε Wessel.· πρβλ. [[ὧρος]] ([[ἔτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />celui qui écrit (l’histoire) par ordre d’années, l’annaliste, <i>particul.</i> l’annaliste municipal.<br />'''Étymologie:''' [[ὧρος]], [[γράφω]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὡρογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[ὦρος]] летописец, анналист Plut.
|elrutext='''ὡρογράφος:''' (ᾰ) ὁ [[ὦρος]] летописец, анналист Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:05, 29 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρογρᾰ́φος Medium diacritics: ὡρογράφος Low diacritics: ωρογράφος Capitals: ΩΡΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: hōrográphos Transliteration B: hōrographos Transliteration C: orografos Beta Code: w(rogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, writing history by seasons or years, annalist, Plu.2.869a; also précis-writer (or perhaps postmaster), POxy. 710 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
celui qui écrit (l'histoire) par ordre d'années, l'annaliste, particul. l'annaliste municipal.
Étymologie: ὧρος, γράφω.

German (Pape)

[Seite 1414] die Geschichte nach Jahren ordnend, schreibend, erzählend, ein Annalist; Plut. de Her. malign. 36; Hesych.

Greek Monolingual

ο / ὡρογράφος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
συσκευή αυτόματης εκτύπωσης, πάνω σε κάρτα της ημερομηνίας, της ώρας και του λεπτού προσέλευσης και αναχώρησης του εργαζομένου στην και από την εργασία του
αρχ.
ιστοριογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -γράφος].

Greek (Liddell-Scott)

ὡρογράφος: [ᾰ], -ον, ὁ γράφων ἱστορίαν κατὰ ἐποχὰς ἢ ἔτη, χρονογράφος, Πλούτ. 2. 869Α. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ὡρογράφοι· ἱστοριογράφοι, τὰ κατ’ ἔτος πραττόμενα γράφοντες. Ὧροι γὰρ οἱ ἐνιαυτοί»· -ὡρογραφίαι, αἱ, χρονικά, Διόδ. 1. 26, ἔνθα ἴδε Wessel.· πρβλ. ὧρος (ἔτος).

Russian (Dvoretsky)

ὡρογράφος: (ᾰ) ὁ ὦρος летописец, анналист Plut.