περιτραχήλιος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (LSJ1 replacement) |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=peritrachilios | |Transliteration C=peritrachilios | ||
|Beta Code=peritraxh/lios | |Beta Code=peritraxh/lios | ||
|Definition= | |Definition=περιτραχήλιον,<br><span class="bld">A</span> [[round the neck]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[κλοιός]]; [[κόσμος]] EM477.31,al.<br><span class="bld">II</span> Subst. [[περιτραχήλιον]], τό, [[neckpiece]], [[gorget]], IG22.1492.54, Str.3.4.17(pl.), Plu.Alex.32,Arr.Epict.3.14.12,POxy. 1273.7 (iii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:11, 25 August 2023
English (LSJ)
περιτραχήλιον,
A round the neck, Hsch. s.v. κλοιός; κόσμος EM477.31,al.
II Subst. περιτραχήλιον, τό, neckpiece, gorget, IG22.1492.54, Str.3.4.17(pl.), Plu.Alex.32,Arr.Epict.3.14.12,POxy. 1273.7 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 597] um den Hals gehend; τὸ π., Halsband, Plut. Alex. 32.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρᾰχήλιος: -ον, ὁ περὶ τὸν τράχηλον, Ἡσύχ. ἐν λέξει κλοιός, Ἐτυμολ. Μέγ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., περιτραχήλιον, τὸ, κόσμημα τοῦ τραχήλου, ὅρμος, Συλλ. Ἐπιγρ. 151. 8, Πλουτ. Ἀλέξ. 32. ΙΙ. = ἐπιτραχήλιον, Ψευδο-Γερμαν. 393C.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ περιτράχηλος
1. ο γύρω από τον τράχηλο, αυτός που περιβάλλει τον τράχηλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περιτραχήλιον
περιδέραιο
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το επιτραχήλιο, το πετραχήλι.