εὐωχία: Difference between revisions
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $3.<br") |
|||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evochia | |Transliteration C=evochia | ||
|Beta Code=eu)wxi/a | |Beta Code=eu)wxi/a | ||
|Definition=ἡ, < | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[good cheer]], [[feasting]], Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; [[ποιεῖν τὴν εὐωχίαν]] to [[hold]] the [[wake]], CIG3028 (Ephesus): in plural, [[festivity|festivities]], Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al.<br><span class="bld">2</span> generally, [[supply of provisions]] for an [[army]], Plb.3.92.9; [[plenty]], σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10.<br><span class="bld">II</span> metaph., [[λόγων εὐωχίαι]] = [[feast]]s of [[reason]], AP4.3.6 (Agath.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι [[τροφή]], ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ [[ταῦτα]] εὖ ἔχειν; gew. der [[Schmaus]], Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας [[καί]] τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der [[δαψίλεια]] ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1112.png Seite 1112]] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι [[τροφή]], ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ [[ταῦτα]] εὖ ἔχειν; gew. der [[Schmaus]], Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας [[καί]] τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der [[δαψίλεια]] ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[action de se régaler]], [[de faire bonne chère]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐωχέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐωχία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> тж. pl. [[пир]], [[пиршество]] Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[провиант]], [[запасы продовольствия]] (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐωχία''': ἡ, [[εὐθυμία]], ἰδίως ἐν συμποσίῳ, [[γεῦμα]] πλούσιον καὶ ἄφθονον, [[συμπόσιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) [[καθόλου]], [[προμήθεια]] ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6. | |lstext='''εὐωχία''': ἡ, [[εὐθυμία]], ἰδίως ἐν συμποσίῳ, [[γεῦμα]] πλούσιον καὶ ἄφθονον, [[συμπόσιον]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) [[καθόλου]], [[προμήθεια]] ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐωχία:''' ἡ, [[ξεφάντωμα]], [[γλεντοκόπι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγωνεὐωχίαι</i>, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ. | |lsmtext='''εὐωχία:''' ἡ, [[ξεφάντωμα]], [[γλεντοκόπι]], σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., <i>λόγωνεὐωχίαι</i>, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐωχία]], ἡ, [from [[εὐωχέω]]<br />[[good]] [[cheer]], [[feasting]], Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of [[reason]], Anth. | |mdlsjtxt=[[εὐωχία]], ἡ, [from [[εὐωχέω]]<br />[[good]] [[cheer]], [[feasting]], Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of [[reason]], Anth. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[feasting]], [[revelry]], [[good cheer]] | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[καλή]] διάθεση, συμπόσιο). Ἀπό τό εὐωχῶ ([[εὖ]] + [[ἔχω]]), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐωχῶ: [[εὐωχητήριον]], [[εὐωχητής]], [[εὐωχητικός]], [[εὐωχιαστικός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ,
A good cheer, feasting, Ar.Ach.1009 (lyr.), Ra.85, Hp.Aff.27, etc.; ποιεῖν τὴν εὐωχίαν to hold the wake, CIG3028 (Ephesus): in plural, festivities, Ar.Fr.216, Pl.R.329a, al.
2 generally, supply of provisions for an army, Plb.3.92.9; plenty, σίτου Ruf. ap. Orib.6.38.10.
II metaph., λόγων εὐωχίαι = feasts of reason, AP4.3.6 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1112] ἡ, das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι τροφή, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ ταῦτα εὖ ἔχειν; gew. der Schmaus, Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέθας καί τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der δαψίλεια ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de se régaler, de faire bonne chère.
Étymologie: εὐωχέω.
Russian (Dvoretsky)
εὐωχία: ἡ
1 тж. pl. пир, пиршество Arph., Plat., Arst., Polyb., Plut.;
2 провиант, запасы продовольствия (ἡ κατὰ τὸ παρὸν εὐ. Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐωχία: ἡ, εὐθυμία, ἰδίως ἐν συμποσίῳ, γεῦμα πλούσιον καὶ ἄφθονον, συμπόσιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1006, πρβλ. Βατρ. 85, κτλ.· ποιεῖν τὴν εὐωχίαν Συλλ. Ἐπιγρ. 3028· ἐν τῷ πληθ., συμπόσια ἑορτῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 3, Πλάτ. Πολ. 329Α, Ἀθήν. 363Β, κλ. 2) καθόλου, προμήθεια ζωοτροφιῶν διὰ στρατόν, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. μεταφ., λόγων εὐωχίαι, ἐντρυφήσεις, ἀπολαύσεις λόγων, Ἀνθ. Π. 4. 3, 6.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐωχία) ευωχούμαι
1. ευθυμία σε συμπόσιο
2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι
μσν.
χαρούμενη πανήγυρη, εορτή
αρχ.
αφθονία τροφίμων.
Greek Monotonic
εὐωχία: ἡ, ξεφάντωμα, γλεντοκόπι, σε Αριστοφ. κ.λπ.· μεταφ., λόγωνεὐωχίαι, απολαύσεις λόγων, σε Ανθ.
Middle Liddell
εὐωχία, ἡ, [from εὐωχέω
good cheer, feasting, Ar., etc.:—metaph., λόγων εὐωχίαι feasts of reason, Anth.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=καλή διάθεση, συμπόσιο). Ἀπό τό εὐωχῶ (εὖ + ἔχω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ εὐωχῶ: εὐωχητήριον, εὐωχητής, εὐωχητικός, εὐωχιαστικός.