εἰκαστικός: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
mNo edit summary |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eikastikos | |Transliteration C=eikastikos | ||
|Beta Code=ei)kastiko/s | |Beta Code=ei)kastiko/s | ||
|Definition= | |Definition=εἰκαστική, εἰκαστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to represent]]: ἡ [[εἰκαστικὴ τέχνη]] the [[art of copying]] or [[art of portraying]], Pl.''Sph.''235d, etc.<br><span class="bld">II</span> [[able to conjecture]] or [[liable to conjecture]], ψευδῶν Ph.1.160; [[τὸ εἰκαστικόν]] = [[the faculty of conjecturing]], Luc.''Alex.''22. Adv. [[εἰκαστικῶς]] = [[conjecturally]], Phld. ''Rh.''2.91 S. (dub.), Procl.''in Alc.''p.23 C.<br><span class="bld">2</span> [[τὸ εἰκαστικόν]] = [[matter of conjecture]], Vett.Val.312.32. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> [[descriptivo]], [[capaz de representar o copiar]] ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la [[representación]] Pl.<i>Sph</i>.235d, de la música, Pl.<i>Lg</i>.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, [[ἀλληγορία]] Eust.1238.48.<br /><b class="num">II</b> en el plano mental<br /><b class="num">1</b> [[conjeturable]] ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης [[θεωρία]] Ptol.<i>Tetr</i>.1.2.15<br /><b class="num">•</b>[[dudoso]], [[impreciso]] de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.<br /><b class="num">2</b> [[creador de imágenes]], [[fabulador]] c. gen. obj. ὁ δὲ [[νοῦς]] ... ὁ [[ψευδῶν]] εἰ. la mente creadora de engaños</i> Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... [[μυθοποιία]] Ph.1.166<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ εἰκαστικόν]] = [[la facultad de conjeturar o imaginar]] τὸ εἰκαστικόν τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.<i>Alex</i>.22.<br /><b class="num">III</b> adv. [[εἰκαστικῶς]] = [[conjetural]], [[hipotéticamente]] op. [[τεχνικῶς]] y [[ἐπιστημόνως]] Phld.<i>Rh</i>.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla [[conjeturalmente]] de los seres necesarios</i> Procl.<i>in Alc</i>.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.<i>Th</i>.617-619, cf. <i>Poliorc</i>.268.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] abbildend; [[τέχνη]] εἰκαστική Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0726.png Seite 726]] [[abbildend]]; [[τέχνη]] [[εἰκαστική]] Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – [[vermutend]], τὸ εἰκ., [[Mutmaßung]], Luc. Alex. 22; εἰκαστικὰ ἐπιῤῥήματα, zweifelnde Adverbia. – Adv. [[εἰκαστικῶς]], [[vermutungsweise]], Poll. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[qui concerne l'art de conjecturer]] : [[τὸ εἰκαστικόν]] LUC [[conjecture]].<br />'''Étymologie:''' [[εἰκάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''εἰκαστικός:''' грам. [[выражающий предположение]] или [[сомнение]] (ἐπιρρήματα). | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''εἰκαστικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς παράστασιν· ἡ εἰκαστικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ [[ἀντιγράφειν]] ἢ [[ἀπεικονίζειν]], Πλάτ. Σοφ. 235D, κτλ. ΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εἰκάζειν, εὐφυὴς εἰς τὸ [[συμπεραίνειν]], [[τὸ εἰκαστικόν]], ἡ [[δύναμις]] τοῦ [[εἰκάζειν]], Λουκ. Ἀλέξ. 22· τὰ εἰκαστικὰ (ἐνν. ἐπιρρήματα), τὰ σημαίνοντα ἀμφιβολίαν, Γαζῆς: - Ἐπίρρ. -κῶς· «[[εἰκαστικῶς]], [[ὁμοιωτικῶς]]» Πολυδ. Δ΄, 10. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή | |lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή [[πιθανολόγηση]]· <i>[[τὸ εἰκαστικόν]]</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: τὸ εἰκαστικόν the [[faculty]] of conjecturing, Luc. | |mdlsjtxt=[[εἰκαστικός]], ή, όν<br />[[able]] to [[represent]] or [[conjecture]]: [[τὸ εἰκαστικόν]] the [[faculty]] of conjecturing, Luc. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:06, 29 February 2024
English (LSJ)
εἰκαστική, εἰκαστικόν,
A able to represent: ἡ εἰκαστικὴ τέχνη the art of copying or art of portraying, Pl.Sph.235d, etc.
II able to conjecture or liable to conjecture, ψευδῶν Ph.1.160; τὸ εἰκαστικόν = the faculty of conjecturing, Luc.Alex.22. Adv. εἰκαστικῶς = conjecturally, Phld. Rh.2.91 S. (dub.), Procl.in Alc.p.23 C.
2 τὸ εἰκαστικόν = matter of conjecture, Vett.Val.312.32.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I descriptivo, capaz de representar o copiar ἡ εἰκαστικὴ ... τέχνη el arte de la representación Pl.Sph.235d, de la música, Pl.Lg.668a, εἰκόνα εἴποις ἂν τὸ πρᾶγμα καὶ τὸν ἄνδρα εἰκαστικόν Poll.7.127, ἀλληγορία Eust.1238.48.
II en el plano mental
1 conjeturable ἡ περὶ τὸ ποιὸν τῆς ὕλης θεωρία Ptol.Tetr.1.2.15
•dudoso, impreciso de algunas observaciones astrol., Vett.Val.299.26.
2 creador de imágenes, fabulador c. gen. obj. ὁ δὲ νοῦς ... ὁ ψευδῶν εἰ. la mente creadora de engaños Ph.1.160, ἡ τῶν εὐλόγων εἰ. ... μυθοποιία Ph.1.166
•neutr. subst. τὸ εἰκαστικόν = la facultad de conjeturar o imaginar τὸ εἰκαστικόν τῇ ἐπινοίᾳ προσάπτων Luc.Alex.22.
III adv. εἰκαστικῶς = conjetural, hipotéticamente op. τεχνικῶς y ἐπιστημόνως Phld.Rh.2.91, ὁ περὶ τῶν ἀναγκαίων εἰ. λέγων el que habla conjeturalmente de los seres necesarios Procl.in Alc.23, λέγει δὲ εἰ. ὡς ... Sch.A.Th.617-619, cf. Poliorc.268.2.
German (Pape)
[Seite 726] abbildend; τέχνη εἰκαστική Plat. Soph. 235 d u. öfter, = ἡ εἰκόνας ἀπεργαζομένη; – vermutend, τὸ εἰκ., Mutmaßung, Luc. Alex. 22; εἰκαστικὰ ἐπιῤῥήματα, zweifelnde Adverbia. – Adv. εἰκαστικῶς, vermutungsweise, Poll.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'art de conjecturer : τὸ εἰκαστικόν LUC conjecture.
Étymologie: εἰκάζω.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαστικός: грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστικός: -ή, -όν, ἱκανὸς πρὸς παράστασιν· ἡ εἰκαστικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ ἀντιγράφειν ἢ ἀπεικονίζειν, Πλάτ. Σοφ. 235D, κτλ. ΙΙ. ἱκανὸς εἰς τὸ εἰκάζειν, εὐφυὴς εἰς τὸ συμπεραίνειν, τὸ εἰκαστικόν, ἡ δύναμις τοῦ εἰκάζειν, Λουκ. Ἀλέξ. 22· τὰ εἰκαστικὰ (ἐνν. ἐπιρρήματα), τὰ σημαίνοντα ἀμφιβολίαν, Γαζῆς: - Ἐπίρρ. -κῶς· «εἰκαστικῶς, ὁμοιωτικῶς» Πολυδ. Δ΄, 10.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM εἰκαστικός, -ή, -όν) εικαστός
1. αυτός που έχει την ικανότητα να απεικονίζει, παραστατικός
2. αυτός που έχει την ικανότητα να εικάζει
3. «εικαστικές τέχνες» — αυτές που απεικονίζουν το ωραίο στον χώρο
ζωγραφική, γλυπτική και αρχιτεκτονική.
Greek Monotonic
εἰκαστικός: -ή, -όν, ικανός για αναπαράσταση ή πιθανολόγηση· τὸ εἰκαστικόν, η ικανότητα, η δύναμη του να εικάζει κάποιος, σε Λουκ.
Middle Liddell
εἰκαστικός, ή, όν
able to represent or conjecture: τὸ εἰκαστικόν the faculty of conjecturing, Luc.