ἐντρεπτικός: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=entreptikos | |Transliteration C=entreptikos | ||
|Beta Code=e)ntreptiko/s | |Beta Code=e)ntreptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐντρεπτική, ἐντρεπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit to put one to shame]], Ael.''NA''3.1; [[τὸ ἐντρεπτικόν]] = the [[sense of shame]], Arr.''Epict.''1.5.3, 9.<br><span class="bld">II</span> [[commanding respect]], Herm. ''in Phdr.''p.72A.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ἐντρεπτικῶς]]· [[ἐλεγκτικῶς]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[censurable]], [[incorrecto]] ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «[[ἐγώ]]» Herm.<i>in Phdr</i>.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.<br /><b class="num">2</b> [[que avergüenza]], [[que hace avergonzarse]] λόγοι Ael.<i>NA</i> 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.<br /><b class="num">3</b> [[que censura]], [[que reprende]] τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710<br /><b class="num">•</b>neutr. subst. [[τὸ ἐντρεπτικόν]] = [[vergüenza]], [[pudor]] Arr.<i>Epict</i>.1.5.3, 9, Eust.626.39.<br /><b class="num">3</b> ret. [[refutatorio]] λόγος op. [[ἀποδεικτικός]] Olymp.<i>in Grg</i>.9.3, [[ἔλεγχος]] Sch.Pl.<i>Grg</i>.458e.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐντρεπτικῶς]] = [[con reproche o reprobación]] τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.<i>Iob</i> 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.<i>Gen</i>.91.4, cf. 123.23, Thdt.<i>Is</i>.12.197. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ [[αἰδήμων]] Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0858.png Seite 858]] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ [[αἰδήμων]] Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[propre à faire rentrer en soi-même]], [[à rendre honteux]], [[à faire rougir]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐντρέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐντρεπτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτιμητικός]], [[ἐπιπληκτικός]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α. | |lstext='''ἐντρεπτικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτιμητικός]], [[ἐπιπληκτικός]], Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐντρεπτικός]], -ή, -όν (AM)<br />[[επιτιμητικός]], [[επιπληκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἐντρεπτικῶς</i><br />επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντρεπτικόν</i><br />η [[συναίσθηση]] της αισχύνης, της ντροπής. | |mltxt=[[ἐντρεπτικός]], -ή, -όν (AM)<br />[[επιτιμητικός]], [[επιπληκτικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>επίρρ.</b> <i>ἐντρεπτικῶς</i><br />επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐντρεπτικόν</i><br />η [[συναίσθηση]] της αισχύνης, της ντροπής. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:34, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐντρεπτική, ἐντρεπτικόν,
A fit to put one to shame, Ael.NA3.1; τὸ ἐντρεπτικόν = the sense of shame, Arr.Epict.1.5.3, 9.
II commanding respect, Herm. in Phdr.p.72A.
III Adv. ἐντρεπτικῶς· ἐλεγκτικῶς, Hsch.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1censurable, incorrecto ref. al estilo οὐδὲν ἐντρεπτικώτερον τῆς λέξεως Chrys.M.62.278, ἐντρεπτικὸν δὲ καὶ τὸ «ἐγώ» Herm.in Phdr.72, ref. a la expr. «ὄπισθε μένων» en vez de «ὄπισθεν μένοντος» Eust.754.42, cf. 571.26.
2 que avergüenza, que hace avergonzarse λόγοι Ael.NA 3.1, ὁ Χριστὸς ... πολλὰ ἐντρεπτικὰ λέγει Chrys.M.59.253, cf. 62.429.
3 que censura, que reprende τρόπος Chrys.M.59.391, ῥῆμα Chrys.M.62.710
•neutr. subst. τὸ ἐντρεπτικόν = vergüenza, pudor Arr.Epict.1.5.3, 9, Eust.626.39.
3 ret. refutatorio λόγος op. ἀποδεικτικός Olymp.in Grg.9.3, ἔλεγχος Sch.Pl.Grg.458e.
II adv. ἐντρεπτικῶς = con reproche o reprobación τοῦτο οὖν ἐ. λέγει πρὸς τὸν Ἰώβ Olymp.Iob 137.9, cf. Chrys.M.59.455, ἀκούειν Didym.Gen.91.4, cf. 123.23, Thdt.Is.12.197.
German (Pape)
[Seite 858] ή, όν, der sich zur Erkenntniß bringen, beschämen läßt, καὶ αἰδήμων Arr.; – geeignet, Jemanden zur Erkenntniß zu bringen, ihn zu beschämen, λόγοι Ael. N. A. 3, 1. – Adv., K. 8.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à faire rentrer en soi-même, à rendre honteux, à faire rougir.
Étymologie: ἐντρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρεπτικός: -ή, -όν, ἐπιτιμητικός, ἐπιπληκτικός, Αἰλ. π. Ζ. 3. 1· τὸ ἐντρ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 5, 3 καὶ 9. - Ἐπίρρ. ἐντρεπτικῶς, «ἐλεγκτικῶς» (Ἡσύχ.), Ὠριγέν. ΙΙΙ, 545C, Ἰω. Χρυσ. Ι. 713Ε, Χ. 15Α.
Greek Monolingual
ἐντρεπτικός, -ή, -όν (AM)
επιτιμητικός, επιπληκτικός
μσν.
επίρρ. ἐντρεπτικῶς
επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά
αρχ.
1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν
η συναίσθηση της αισχύνης, της ντροπής.