παλίμβαμος: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palimvamos
|Transliteration C=palimvamos
|Beta Code=pali/mbamos
|Beta Code=pali/mbamos
|Definition=ον, (βαίνω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[walking back]], <b class="b3">ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</b>, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>9.18</span>.</span>
|Definition=παλίμβαμον, ([[βαίνω]]) [[walking back]], <b class="b3">ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</b>, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.''P.''9.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0448.png Seite 448]] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui va et vient]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίμβαμος -ον &#91;[[πάλιν]], [[βαίνω]]] [[heen en weer lopend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ου (ὁ) :<br />qui va et vient.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[βῆμα]].
|elrutext='''πᾰλίμβᾱμος:''' [[движущийся туда и обратно]] (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πᾰλίμβᾱμος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> in [[which]] [[one]] goes to and [[fro]] ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)
|sltr=<b>πᾰλίμβᾱμος, -ον</b> in [[which]] [[one]] goes to and [[fro]] ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίμβαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, [[γιατί]] [[καθώς]] ύφαιναν όρθιες πήγαιναν [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[πάλι]] γύριζαν [[πίσω]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βᾶμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βᾶμα]] / [[βῆμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>χορταιό</i>-<i>βαμος</i>].
|mltxt=[[παλίμβαμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που προχωρεί [[προς]] τα [[πίσω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, [[γιατί]] [[καθώς]] ύφαιναν όρθιες πήγαιναν [[προς]] τα [[εμπρός]] και [[πάλι]] γύριζαν [[πίσω]] (<b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βᾶμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βᾶμα]] / [[βῆμα]]), [[πρβλ]]. [[χορταιόβαμος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίμβᾱμος:''' -ον ([[βαίνω]]), [[παλινδρομικός]], <i>ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</i>, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πᾰλίμβᾱμος:''' -ον ([[βαίνω]]), [[παλινδρομικός]], <i>ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί</i>, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πᾰλίμβᾱμος:''' движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).
|lstext='''πᾰλίμβᾱμος''': -ον, (βαίνω) [[παλιμπόρευτος]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, [[διότι]] ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ [[πάλιν]] ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-βᾱμος, ον, [[βαίνω]]<br />[[walking]] [[back]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women [[working]] at the [[loom]], Pind.
|mdlsjtxt=πᾰλίμ-βᾱμος, ον, [[βαίνω]]<br />[[walking]] [[back]], ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women [[working]] at the [[loom]], Pind.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίμβᾱμος Medium diacritics: παλίμβαμος Low diacritics: παλίμβαμος Capitals: ΠΑΛΙΜΒΑΜΟΣ
Transliteration A: palímbamos Transliteration B: palimbamos Transliteration C: palimvamos Beta Code: pali/mbamos

English (LSJ)

παλίμβαμον, (βαίνω) walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, since they had to walk to and fro from side to side, Pi.P.9.18.

German (Pape)

[Seite 448] zurück-, hin- u. wiedergehend, ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς, Pind. P. 9, 18.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui va et vient.
Étymologie: πάλιν, βῆμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίμβαμος -ον [πάλιν, βαίνω] heen en weer lopend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίμβᾱμος: движущийся туда и обратно (ἱστῶν ὁδοί Pind.).

English (Slater)

πᾰλίμβᾱμος, -ον in which one goes to and fro ἁ μὲν οὔθ' ἱστῶν παλιμβάμους ἐφίλησεν ὁδούς (P. 9.18)

Greek Monolingual

παλίμβαμος, -ον (Α)
1. αυτός που προχωρεί προς τα πίσω
2. φρ. «ἱστῶν παλιμβάμους ὁδούς» — λεγόταν για γυναίκες που ύφαιναν, γιατί καθώς ύφαιναν όρθιες πήγαιναν προς τα εμπρός και πάλι γύριζαν πίσω (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βᾶμος (< βᾶμα / βῆμα), πρβλ. χορταιόβαμος].

Greek Monotonic

πᾰλίμβᾱμος: -ον (βαίνω), παλινδρομικός, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, λέγεται για γυναίκες που δουλεύουν στον αργαλειό, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμβᾱμος: -ον, (βαίνω) παλιμπόρευτος, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, ἐπὶ ὑφαινουςῶν γυναικῶν, διότι ὑφαίνουσαι ὀρθαὶ ἐπορεύοντο πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πάλιν ὑπέστρεφον, ὡς τὸ Ὁμηρικὸν «ἱστὸν ἐποιχομένην», Πινδ. Π. 9. 33, ἴδε Donaldson ἐν τόπῳ.

Middle Liddell

πᾰλίμ-βᾱμος, ον, βαίνω
walking back, ἱστῶν παλίμβαμοι ὁδοί, of women working at the loom, Pind.