προδιδάσκω: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
(CSV import)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prodidasko
|Transliteration C=prodidasko
|Beta Code=prodida/skw
|Beta Code=prodida/skw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[teach beforehand]], τινά τι <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>163</span>(anap.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Nu.</span> 476</span>; τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Euthd.</span>302c</span>, <span class="bibl"><span class="title">Grg.</span>489d</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hp.Ma.</span>291b</span>: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>1015</span>, cf. <span class="bibl">D.51.12</span>; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>681</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>687</span>:—Pass., [[learn beforehand]], <span class="bibl">Th.2.40</span>.</span>
|Definition=[[teach beforehand]], τινά τι [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''163(anap.), Ar.''Nu.'' 476; τινα Pl.''Euthd.''302c, ''Grg.''489d, ''Hp.Ma.''291b: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι S.''Ph.''1015, cf. D.51.12; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., S.''Tr.''681, Ar.''Pl.''687:—Pass., [[learn beforehand]], Th.2.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] (s. [[διδάσκω]]), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με [[Κένταυρος]] προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0716.png Seite 716]] (s. [[διδάσκω]]), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με [[Κένταυρος]] προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προεδίδαξα, p. contr. προὐδίδαξα;<br />instruire auparavant : τινά τινος qqn de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[προδιδάσκομαι]] <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διδάσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προδῐδάσκω:''' тж. med. раньше учить, поучать, наставлять (τοὺς ἀνοήτους τι, τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.): ὦν με [[Κένταυρος]] προυδιδάξατο Soph. чему научил меня кентавр; pass. подготовляться (προδιδαχθῆναι λόγῳ [[πρότερον]] ἢ ἐπὶ ἃ [[δεῖ]] ἔργῳ [[ἐλθεῖν]] Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προδῐδάσκω''': μέλλ. -άξω, [[διδάσκω]] [[προηγουμένως]], [[διδάσκω]] πρότερον, τινά τι Σοφ. [[Αἴας]] 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν [[εἶναι]] Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., [[διδάσκω]] τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. [[διδάσκω]]. ― Παθ. διδάσκομαι, [[μανθάνω]] πρότερον, Θουκ. 2. 40.
|lstext='''προδῐδάσκω''': μέλλ. -άξω, [[διδάσκω]] [[προηγουμένως]], [[διδάσκω]] πρότερον, τινά τι Σοφ. [[Αἴας]] 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν [[εἶναι]] Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., [[διδάσκω]] τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. [[διδάσκω]]. ― Παθ. διδάσκομαι, [[μανθάνω]] πρότερον, Θουκ. 2. 40.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> προεδίδαξα, p. contr. προὐδίδαξα;<br />instruire auparavant : τινά τινος qqn de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> προδιδάσκομαι <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[διδάσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[διδάσκω]] σε κάποιον [[κάτι]] εκ των προτέρων, <i>τινά τι</i>, σε Σοφ., Αριστοφ.· [[προδιδάσκω]] τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., [[προδιδάσκω]] τινὰ σοφὸν [[εἶναι]], σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., [[μαθαίνω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ.
|lsmtext='''προδῐδάσκω:''' μέλ. <i>-άξω</i>, [[διδάσκω]] σε κάποιον [[κάτι]] εκ των προτέρων, <i>τινά τι</i>, σε Σοφ., Αριστοφ.· [[προδιδάσκω]] τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., [[προδιδάσκω]] τινὰ σοφὸν [[εἶναι]], σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., [[μαθαίνω]] εκ των προτέρων, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προδῐδάσκω:''' тж. med. раньше учить, поучать, наставлять (τοὺς ἀνοήτους τι, τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.): ὦν με [[Κένταυρος]] προυδιδάξατο Soph. чему научил меня кентавр; pass. подготовляться (προδιδαχθῆναι λόγῳ [[πρότερον]] ἢ ἐπὶ ἃ [[δεῖ]] ἔργῳ [[ἐλθεῖν]] Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. άξω<br />to [[teach]] one a [[thing]] [[beforehand]], τινά τι Soph., Ar.; πρ. τινά Plat.:—c. acc. et inf., πρ. τινὰ σοφὸν [[εἶναι]] Soph.:—Mid. to [[have]] one taught [[beforehand]], Soph.:—Pass. to [[learn]] [[beforehand]], Thuc.
|mdlsjtxt=fut. άξω<br />to [[teach]] one a [[thing]] [[beforehand]], τινά τι Soph., Ar.; πρ. τινά Plat.:—c. acc. et inf., πρ. τινὰ σοφὸν [[εἶναι]] Soph.:—Mid. to [[have]] one taught [[beforehand]], Soph.:—Pass. to [[learn]] [[beforehand]], Thuc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[praedoceri]]'', to [[be instructed beforehand]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.40.2/ 2.40.2].
}}
}}

Latest revision as of 14:41, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδῐδάσκω Medium diacritics: προδιδάσκω Low diacritics: προδιδάσκω Capitals: ΠΡΟΔΙΔΑΣΚΩ
Transliteration A: prodidáskō Transliteration B: prodidaskō Transliteration C: prodidasko Beta Code: prodida/skw

English (LSJ)

teach beforehand, τινά τι S.Aj.163(anap.), Ar.Nu. 476; τινα Pl.Euthd.302c, Grg.489d, Hp.Ma.291b: c. acc. et inf., π. τινὰ σοφὸν εἶναι S.Ph.1015, cf. D.51.12; [ἀηδὼν] νεοσσὸν ᾄδειν π. Plu.2.973b:—Med., S.Tr.681, Ar.Pl.687:—Pass., learn beforehand, Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 716] (s. διδάσκω), vorher lehren, belehren; οὐ δυνατὸν τοὺς ἀνοήτους τούτων γνώμας προδιδάσκειν, Soph. Ai. 163; τινά, c. int., Phil. 1003; auch med., ὧν ὁ θήρ με Κένταυρος προὐδιδάξατο, Tr. 678; Ar. Plut. 687 u. öfter; pass. vorher lernen, Thuc. 2, 40, τινά, Plat. Gorg. 489 e u. öfter; Xen. Hell. 1, 5, 7; Luc. Cont. 7.

French (Bailly abrégé)

ao. προεδίδαξα, p. contr. προὐδίδαξα;
instruire auparavant : τινά τινος qqn de qch;
Moy. προδιδάσκομαι m. sign.
Étymologie: πρό, διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

προδῐδάσκω: тж. med. раньше учить, поучать, наставлять (τοὺς ἀνοήτους τι, τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.): ὦν με Κένταυρος προυδιδάξατο Soph. чему научил меня кентавр; pass. подготовляться (προδιδαχθῆναι λόγῳ πρότερον ἢ ἐπὶ ἃ δεῖ ἔργῳ ἐλθεῖν Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

προδῐδάσκω: μέλλ. -άξω, διδάσκω προηγουμένως, διδάσκω πρότερον, τινά τι Σοφ. Αἴας 163. Ἀριστοφ. Νεφ. 476· τινὰ Πλάτ. Εὐθύδ. 302C, Γοργ. 489D, Ἱππ. Μείζων 291Β· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Σοφ. Φιλ. 1015, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 987, Δημ. 1231. 26. ― Μέσ., διδάσκω τινὰ πρότερον, Σοφ. Τρ. 681, Ἀριστοφ. Πλ. 687· πρβλ. διδάσκω. ― Παθ. διδάσκομαι, μανθάνω πρότερον, Θουκ. 2. 40.

Greek Monolingual

Α
διδάσκω, μαθαίνω σε κάποιον κάτι προηγουμένως («τοὺς ἀνόητους τούτων γνώμας προδιδάσκειν», Σοφ.).

Greek Monotonic

προδῐδάσκω: μέλ. -άξω, διδάσκω σε κάποιον κάτι εκ των προτέρων, τινά τι, σε Σοφ., Αριστοφ.· προδιδάσκω τινά, σε Πλάτ.· με αιτ. και απαρ., προδιδάσκω τινὰ σοφὸν εἶναι, σε Σοφ. — Μέσ., έχω διδάξει κάποιον εκ των προτέρων, στον ίδ. — Παθ., μαθαίνω εκ των προτέρων, σε Θουκ.

Middle Liddell

fut. άξω
to teach one a thing beforehand, τινά τι Soph., Ar.; πρ. τινά Plat.:—c. acc. et inf., πρ. τινὰ σοφὸν εἶναι Soph.:—Mid. to have one taught beforehand, Soph.:—Pass. to learn beforehand, Thuc.

Lexicon Thucydideum

praedoceri, to be instructed beforehand, 2.40.2.