φυλακτέος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fylakteos
|Transliteration C=fylakteos
|Beta Code=fulakte/os
|Beta Code=fulakte/os
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[to be observed]], πρόνοια τοῦ θεοῦ <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>1180</span>; (from Med.) [[to be guarded against]], <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>63</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">φυλακτέον</b>, <b class="b2">one must observe, obey</b>, ἀνάγκην <span class="bibl">Id.<span class="title">IT</span>620</span>; [[one must preserve]], τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> (from Med.) [[one must guard against]], τι <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>499</span>; ἡδονήν <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1109b7</span>; <b class="b3">φ. μή</b> . . <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>416a</span>; <b class="b3">ὅπως μή</b> . . <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span>7.36</span>, cf. <span class="bibl">Isoc.6.94</span>: c. inf., τοῦτο πράττειν <span class="bibl">Porph.<span class="title">Abst.</span> 2.31</span>.</span>
|Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be observed]], πρόνοια τοῦ θεοῦ [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1180; (from Med.) to [[be guarded against]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''63.<br><span class="bld">II</span> [[φυλακτέον]], [[one must observe]], [[obey]], ἀνάγκην Id.''IT''620; [[one must preserve]], τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J.<br><span class="bld">2</span> (from Med.) [[one must guard against]], τι A.''Th.''499; ἡδονήν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1109b7; <b class="b3">φ. μή</b>.. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 416a; <b class="b3">ὅπως μή</b>.. X.''Oec.''7.36, cf. Isoc.6.94: c. inf., τοῦτο πράττειν Porph.''Abst.'' 2.31.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φυλάσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φυλακτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ [[ἐναντίον]] τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· [[ὅπως]] μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C.
|lstext='''φυλακτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ [[ἐναντίον]] τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· [[ὅπως]] μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φυλακτέος]], η, ον, verb. adj. of [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to be watched or kept, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> φυλακτέον one must [[observe]], [[obey]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> (from Mid.) one must [[guard]] [[against]], τι Aesch., Plat.
|mdlsjtxt=[[φυλακτέος]], η, ον, verb. adj. of [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to be watched or kept, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> φυλακτέον one must [[observe]], [[obey]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> (from Mid.) one must [[guard]] [[against]], τι Aesch., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 06:49, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠλᾰκτέος Medium diacritics: φυλακτέος Low diacritics: φυλακτέος Capitals: ΦΥΛΑΚΤΕΟΣ
Transliteration A: phylaktéos Transliteration B: phylakteos Transliteration C: fylakteos Beta Code: fulakte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be observed, πρόνοια τοῦ θεοῦ S.OC1180; (from Med.) to be guarded against, E.Andr.63.
II φυλακτέον, one must observe, obey, ἀνάγκην Id.IT620; one must preserve, τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J.
2 (from Med.) one must guard against, τι A.Th.499; ἡδονήν Arist.EN1109b7; φ. μή.. Pl.R. 416a; ὅπως μή.. X.Oec.7.36, cf. Isoc.6.94: c. inf., τοῦτο πράττειν Porph.Abst. 2.31.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de φυλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

φῠλακτέος: adj. verb. к φυλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

φυλακτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ ἐναντίον τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· ὅπως μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C.

Greek Monotonic

φυλακτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του φυλάσσω·
1. αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. φυλακτέον, αυτό που πρέπει να προσέχει κανείς ή να υπακούει, σε Ευρ.
2. (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί εναντίον κάποιου, τι, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Middle Liddell

φυλακτέος, η, ον, verb. adj. of φυλάσσω
I. to be watched or kept, Soph., Eur.
II. φυλακτέον one must observe, obey, Eur.
2. (from Mid.) one must guard against, τι Aesch., Plat.