ὀφθαλμοδουλεία: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - " N. T." to " N.T.") |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ofthalmodouleia | |Transliteration C=ofthalmodouleia | ||
|Beta Code=o)fqalmodoulei/a | |Beta Code=o)fqalmodoulei/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[eye-service]], Ep.Eph.6.6: in plural, ''Ep.Col.''3.22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ἡ, Augendienerei, N. T. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ἡ, Augendienerei, [[NT|N.T.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de servir (au doigt et) à l'œil.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]], [[δοῦλος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' [[varia lectio|v.l.]] ὀφθαλμοδουλία ἡ [[угодливость]], [[раболепие]] NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀφθαλμοδουλεία''': ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «[[τουτέστι]], μὴ μόνον [[ὅταν]] πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH). | |lstext='''ὀφθαλμοδουλεία''': ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «[[τουτέστι]], μὴ μόνον [[ὅταν]] πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=(T WH ὀφθαλμοδουλία; [[see]] Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and [[this]] from [[ὀφθαλμός]] and [[δοῦλος]]) (A. V. [[eye]]-[[service]] i. e.) [[service]] performed ([[only]]) [[under]] the [[master]]'s [[eye]] (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή [[μόνον]] παρόντων | |txtha=(T WH ὀφθαλμοδουλία; [[see]] Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and [[this]] from [[ὀφθαλμός]] and [[δοῦλος]]) (A. V. [[eye]]-[[service]] i. e.) [[service]] performed ([[only]]) [[under]] the [[master]]'s [[eye]] (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή [[μόνον]] παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, [[ἀλλά]] καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀφθαλμοδουλεία]], ἡ (Α)<br />η με τους οφθαλμούς [[έκφραση]] δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς | |mltxt=[[ὀφθαλμοδουλεία]], ἡ (Α)<br />η με τους οφθαλμούς [[έκφραση]] δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστού»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀφθαλμός]] <span style="color: red;">+</span> [[δουλεία]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' ἡ, [[έκφραση]] δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική [[δουλικότητα]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ὀφθαλμοδουλεία:''' ἡ, [[έκφραση]] δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική [[δουλικότητα]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀφθαλμο-[[δουλεία]], ἡ,<br />eye-[[service]], NTest. | |mdlsjtxt=ὀφθαλμο-[[δουλεία]], ἡ,<br />eye-[[service]], NTest. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 23 November 2023
English (LSJ)
ἡ, eye-service, Ep.Eph.6.6: in plural, Ep.Col.3.22.
German (Pape)
[Seite 425] ἡ, Augendienerei, N.T.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de servir (au doigt et) à l'œil.
Étymologie: ὀφθαλμός, δοῦλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀφθαλμοδουλεία: v.l. ὀφθαλμοδουλία ἡ угодливость, раболепие NT.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, μὴ κατ’ ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, «τουτέστι, μὴ μόνον ὅταν πάρεισιν οἱ δεσπόται καὶ ὁρῶσιν, ἀλλὰ καὶ ἀπόντων αὐτῶν» Οἰκουμένιος, εἰς Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. Ϛ΄, 6· ἐν τῷ πληθυντ., πρὸς Κολοσσ. γ΄, 22 (γράφεται καὶ ὀφθαλμοδουλία TWH).
English (Strong)
from ὀφθαλμός and δουλεία; sight-labor, i.e. that needs watching (remissness): eye-service.
English (Thayer)
(T WH ὀφθαλμοδουλία; see Iota), ὀφθαλμοδουλειας, ἡ (ὀφθαλμοδουλος, Apostolic Constitutions (4,12, Coteler. Patr. Apost.) 1, p. 299a; and this from ὀφθαλμός and δοῦλος) (A. V. eye-service i. e.) service performed (only) under the master's eye (μή κατ' ὀφθαλμοδουλίαν, τουτεστι μή μόνον παρόντων τῶν δεσποτῶν καί ὁρώντων, ἀλλά καί ἀποντων, Theophylact on Stephanus): Winer's Grammar, 100 (94)).
Greek Monolingual
ὀφθαλμοδουλεία, ἡ (Α)
η με τους οφθαλμούς έκφραση δουλικής προθυμίας («μὴ κατ' ὀφθαλμοδουλείαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι, ἀλλ' ὡς δοῦλοι τοῦ Χριστού»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + δουλεία.
Greek Monotonic
ὀφθαλμοδουλεία: ἡ, έκφραση δουλικότητας μέσω της έκφρασης των ματιών, υποκριτική δουλικότητα, σε Καινή Διαθήκη