ταχύγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tachyglossos
|Transliteration C=tachyglossos
|Beta Code=taxu/glwssos
|Beta Code=taxu/glwssos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[quick of tongue]], [[talking fast]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>2.6.1</span>, Ruf.<span class="title">Fr.</span>70, etc.</span>
|Definition=ταχύγλωσσον, [[quick of tongue]], [[talking fast]], Hp.''Epid.''2.6.1, Ruf.''Fr.''70, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ταχύγλωσσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μιλά [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ταχυγλωσσία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ταχύγλωσσος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>βραδύ</i>-<i>γλωσσος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ταχύγλωσσος]], -ον, ΝΑ<br />αυτός που μιλά [[γρήγορα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ιατρ.</b> αυτός που πάσχει από [[ταχυγλωσσία]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[ταχύγλωσσος]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ταχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γλωσσος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γλῶσσα]]), [[πρβλ]]. [[βραδύγλωσσος]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠγλωσσος Medium diacritics: ταχύγλωσσος Low diacritics: ταχύγλωσσος Capitals: ΤΑΧΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: tachýglōssos Transliteration B: tachyglōssos Transliteration C: tachyglossos Beta Code: taxu/glwssos

English (LSJ)

ταχύγλωσσον, quick of tongue, talking fast, Hp.Epid.2.6.1, Ruf.Fr.70, etc.

German (Pape)

[Seite 1076] schnellzüngig, voreilig im Reden, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύγλωσσος: -ον, ὁ ταχεῖαν ἔχων γλῶσσαν, ταχέως λαλῶν, Ἱππ. 1050D, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχύγλωσσος, -ον, ΝΑ
αυτός που μιλά γρήγορα
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από ταχυγλωσσία
2. το αρσ. ως ουσ. ο ταχύγλωσσος
ζωολ. γένος μονοτρήματων θηλαστικών της Αυστραλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. βραδύγλωσσος].