εὔχυμος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eychymos
|Transliteration C=eychymos
|Beta Code=eu)/xumos
|Beta Code=eu)/xumos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wellflavoured]], <span class="bibl">Posidon.3J.</span>; <b class="b3">πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔ</b>. <span class="bibl">Arist.<span class="title">GA</span>763b7</span>: Comp., Plu.2.690a. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">productive of healthy humours, wholesome</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aff.</span> 55</span>, Gal.17(2).876. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> [[plump]], [[in good condition]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>144</span>.</span>
|Definition=εὔχυμον,<br><span class="bld">A</span> [[well-flavoured]], Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχυμος Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.<br><span class="bld">II</span> [[productive of healthy humours]], [[wholesome]], Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.<br><span class="bld">III</span> [[plump]], [[in good condition]], Ptol.Tetr.144.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] = [[εὔχυλος]], wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] = [[εὔχυλος]], wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'un bon suc ; d'une saveur agréable;<br /><i>Cp.</i> εὐχυμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χυμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχῡμος:''' досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ [[τρόφιμος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔχῡμος''': -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, [[Ποσειδώνιος]], παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ [[ὑγρότης]] εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.
|lstext='''εὔχῡμος''': -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, [[Ποσειδώνιος]], παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ [[ὑγρότης]] εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’un bon suc ; d’une saveur agréable;<br /><i>Cp.</i> εὐχυμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χυμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔχυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> [[εύγευστος]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργός]] καλών, υγεινών χυμών<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐχύμως</i> (Α)<br />με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική [[κατάσταση]], [[υγιεινά]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔχυμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, [[χυμώδης]], [[ζουμερός]]<br /><b>2.</b> [[εύγευστος]], [[γευστικός]], [[νόστιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δημιουργός]] καλών, υγεινών χυμών<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> αυτός που βρίσκεται σε καλή [[κατάσταση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐχύμως</i> (Α)<br />με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική [[κατάσταση]], [[υγιεινά]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔχῡμος:''' досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ [[τρόφιμος]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 09:12, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχῡμος Medium diacritics: εὔχυμος Low diacritics: εύχυμος Capitals: ΕΥΧΥΜΟΣ
Transliteration A: eúchymos Transliteration B: euchymos Transliteration C: eychymos Beta Code: eu)/xumos

English (LSJ)

εὔχυμον,
A well-flavoured, Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχυμος Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.
II productive of healthy humours, wholesome, Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.
III plump, in good condition, Ptol.Tetr.144.

German (Pape)

[Seite 1110] = εὔχυλος, wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un bon suc ; d'une saveur agréable;
Cp. εὐχυμότερος.
Étymologie: εὖ, χυμός.

Russian (Dvoretsky)

εὔχῡμος: досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ τρόφιμος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔχῡμος: -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, Ποσειδώνιος, παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ ὑγρότης εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔχυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός
2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος
αρχ.
1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών
2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
επίρρ...
εὐχύμως (Α)
με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική κατάσταση, υγιεινά.