ὠνητής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=onitis
|Transliteration C=onitis
|Beta Code=w)nhth/s
|Beta Code=w)nhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[buyer]], [[purchaser]], <span class="bibl">X.<span class="title">Oec.</span> 2.3</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>12.8</span>, <span class="bibl">Is.<span class="title">Fr.</span>173</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cat.Mi.</span>36</span>, etc.; τινος of something, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Erx.</span>394e</span>, <span class="bibl">Aeschin.1.108</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>9</span>; <b class="b3">ὠνητὴν λαβεῖν</b> to find [[a purchaser]], <span class="bibl">Antiph.161.7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[contractor]], IG22.1596.3; [[lessee]] of mines, ib.1587.4, al.</span>
|Definition=ὠνητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[buyer]], [[purchaser]], X.''Oec.'' 2.3, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''12.8, Is.''Fr.''173, Plu.''Cat.Mi.''36, etc.; τινος of something, Pl.''Erx.''394e, Aeschin.1.108, Plu.''Ages.''9; <b class="b3">ὠνητὴν λαβεῖν</b> to find a [[purchaser]], Antiph.161.7.<br><span class="bld">2</span> [[contractor]], IG22.1596.3; [[lessee]] of mines, ib.1587.4, al.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[acheteur]].<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Käufer]], [[Pächter]]</i>; Plat. <i>Eryx</i>. 394e; Aesch. 1.108; Plut. <i>Ages</i>. 9.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠνητής:''' οῦ ὁ [[покупатель]], [[покупщик]] Xen., Plat. etc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh.
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-οῡ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῡμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
|mltxt=-οῦ, και δωρ. τ, [[ὠνατάς]], -ᾱ, ὁ, Α [[ὠνοῦμαι]]<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]]<br /><b>2.</b> [[πρόσωπο]] που, [[μετά]] από [[σύναψη]] συμβολαίου, αναλάμβανε τη [[μίσθωση]] δημόσιων προσόδων<br /><b>3.</b> (ειδικότερα) [[μισθωτής]] μεταλλείων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν.
|lsmtext='''ὠνητής:''' -οῦ, ὁ, [[αγοραστής]], αυτός που αποκτά [[κάτι]], σε Ξεν., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠνητής:''' οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠνητής Medium diacritics: ὠνητής Low diacritics: ωνητής Capitals: ΩΝΗΤΗΣ
Transliteration A: ōnētḗs Transliteration B: ōnētēs Transliteration C: onitis Beta Code: w)nhth/s

English (LSJ)

ὠνητοῦ, ὁ,
A buyer, purchaser, X.Oec. 2.3, Thphr. Char.12.8, Is.Fr.173, Plu.Cat.Mi.36, etc.; τινος of something, Pl.Erx.394e, Aeschin.1.108, Plu.Ages.9; ὠνητὴν λαβεῖν to find a purchaser, Antiph.161.7.
2 contractor, IG22.1596.3; lessee of mines, ib.1587.4, al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
acheteur.
Étymologie: ὠνέομαι.

German (Pape)

ὁ, Käufer, Pächter; Plat. Eryx. 394e; Aesch. 1.108; Plut. Ages. 9.

Russian (Dvoretsky)

ὠνητής: οῦ ὁ покупатель, покупщик Xen., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ὠνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, ἀγοραστής, Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ Πολυδ. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, μισθωτής, πακτωτής, ἐργολάβος, Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, αὐτόθι 162, κατὰ τὸν Böckh.

Greek Monolingual

-οῦ, και δωρ. τ, ὠνατάς, -ᾱ, ὁ, Α ὠνοῦμαι
1. αγοραστής
2. πρόσωπο που, μετά από σύναψη συμβολαίου, αναλάμβανε τη μίσθωση δημόσιων προσόδων
3. (ειδικότερα) μισθωτής μεταλλείων.

Greek Monotonic

ὠνητής: -οῦ, ὁ, αγοραστής, αυτός που αποκτά κάτι, σε Ξεν., Αισχίν.

Middle Liddell

ὠνητής, οῦ, ὁ,
a buyer, purchaser, Xen., Aeschin.

English (Woodhouse)

buyer

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)