συμπαραλαμβάνω: Difference between revisions

m (Text replacement - "[[to be " to "to [[be ")
m (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symparalamvano
|Transliteration C=symparalamvano
|Beta Code=sumparalamba/nw
|Beta Code=sumparalamba/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[take along with]] one, [[take in as an adjunct]] or [[assistant]], <b class="b3">κοινωνόν τι σ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>65b</span>, cf. <span class="bibl">84d</span>, <span class="bibl"><span class="title">La.</span>179e</span>, <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>15.37</span>; τινὰ ἑαυτῷ <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>226.12</span> (i A.D.); <b class="b3">σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν</b> [[include in their account]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1098b26</span>; <b class="b3">τὰς τῶν προτέρων δόξας</b> Id. <span class="bibl"><span class="title">de An.</span>403b22</span>; τὰ ὁμολογούμενα <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>5.3.7</span>; <b class="b3">σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας</b> [[adopt as partisans]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1304a16</span>; [[call in for advice]], φίλους <span class="bibl">Phld.<span class="title">Oec.</span> p.72J.</span>; in receipts, aor. συνπαρέλαβα [[received also by me]], PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to [[be invited]], Anticl. ap. <span class="bibl">Ath.4.157f</span>, <span class="bibl">Ph.1.328</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>15.2.7</span>; <b class="b3">σ. ἐπὶ τὰ πράγματα</b> to [[be called into counsel]], <span class="bibl">D.H.7.55</span>; to [[be incidentally involved]], <span class="bibl">Phld.<span class="title">Lib.</span>p.29O.</span>; to [[be called in to help]], <span class="bibl">Sor.2.15</span>.</span>
|Definition=[[take along with]] one, [[take in as an adjunct]] or [[assistant]], <b class="b3">κοινωνόν τι σ.</b> [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 65b, cf. 84d, ''La.''179e, ''Act.Ap.''15.37; τινὰ ἑαυτῷ ''BGU''226.12 (i A.D.); <b class="b3">σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν</b> [[include in their account]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1098b26; <b class="b3">τὰς τῶν προτέρων δόξας</b> Id. ''de An.''403b22; τὰ ὁμολογούμενα [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 5.3.7; <b class="b3">σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας</b> [[adopt as partisans]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Politica|Pol.]]''1304a16; [[call in for advice]], φίλους Phld.''Oec.'' p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα [[received also by me]], PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to [[be invited]], Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.''AJ''15.2.7; <b class="b3">σ. ἐπὶ τὰ πράγματα</b> to [[be called into counsel]], D.H.7.55; to [[be incidentally involved]], Phld.''Lib.''p.29O.; to [[be called in to help]], Sor.2.15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0984.png Seite 984]] (s. [[λαμβάνω]]), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0984.png Seite 984]] (s. [[λαμβάνω]]), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμπαραλαμβάνω''': [[παραλαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[λαμβάνω]] ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, [[προσλαμβάνω]], [[περιλαμβάνω]], κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, [[περιλαμβάνω]] εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, [[περιλαμβάνω]] εἰς τοὺς ἔχοντας [[δικαίωμα]] ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.
|btext=recevoir <i>ou</i> prendre en outre ensemble;<br />[[NT]]: dans le NT, prendre quelqu'un comme compagnon.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραλαμβάνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παραλαμβάνω erbij nemen, eraan toevoegen:. ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν συμπαραλαμβάνῃ als iemand dat (nl. gezond verstand) als partner bij zijn onderzoek betrekt Plat. Phaed. 65a.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=recevoir <i>ou</i> prendre en outre ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[παραλαμβάνω]].
|elrutext='''συμπαραλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1</b> [[забирать с собой]] (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;<br /><b class="num">2</b> [[приобщать]], [[включать]], [[присоединять]] (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3</b> [[принимать во внимание]], [[учитывать]] (τὰς τῶν προτέρων [[δόξας]] Arst.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); 2nd aorist συμπαρελαβον; to [[take]] [[along]] [[together]] [[with]] ([[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others); in the N. T. to [[take]] [[with]] [[one]] as a [[companion]]: τινα, Galatians 2:1.
|txtha=(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); 2nd aorist συμπαρελαβον; to [[take]] [[along]] [[together]] [[with]] ([[Plato]], [[Aristotle]], [[Plutarch]], others); in the [[NT|N.T.]] to [[take]] [[with]] [[one]] as a [[companion]]: τινα, Galatians 2:1.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''συμπαραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[παίρνω]] κάποιον μαζί μου, [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.
|lsmtext='''συμπαραλαμβάνω:''' μέλ. -[[λήψομαι]], [[παίρνω]] κάποιον μαζί μου, [[προσλαμβάνω]] κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμπαραλαμβάνω:'''<br /><b class="num">1)</b> забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;<br /><b class="num">2)</b> приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων [[δόξας]] Arst.).
|lstext='''συμπαραλαμβάνω''': [[παραλαμβάνω]] μετ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[λαμβάνω]] ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, [[προσλαμβάνω]], [[περιλαμβάνω]], κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, [[περιλαμβάνω]] εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, [[περιλαμβάνω]] εἰς τοὺς ἔχοντας [[δικαίωμα]] ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-παραλαμβάνω erbij nemen, eraan toevoegen:. ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν συμπαραλαμβάνῃ als iemand dat (nl. gezond verstand) als partner bij zijn onderzoek betrekt Plat. Phaed. 65a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 17:34, 21 November 2024

English (LSJ)

take along with one, take in as an adjunct or assistant, κοινωνόν τι σ. Pl.Phd. 65b, cf. 84d, La.179e, Act.Ap.15.37; τινὰ ἑαυτῷ BGU226.12 (i A.D.); σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν include in their account, Arist.EN1098b26; τὰς τῶν προτέρων δόξας Id. de An.403b22; τὰ ὁμολογούμενα Thphr. CP 5.3.7; σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας adopt as partisans, Arist.Pol.1304a16; call in for advice, φίλους Phld.Oec. p.72J.; in receipts, aor. συνπαρέλαβα received also by me, PRyl.189.8 (ii A.D.):—Pass., to be invited, Anticl. ap. Ath.4.157f, Ph.1.328, J.AJ15.2.7; σ. ἐπὶ τὰ πράγματα to be called into counsel, D.H.7.55; to be incidentally involved, Phld.Lib.p.29O.; to be called in to help, Sor.2.15.

German (Pape)

[Seite 984] (s. λαμβάνω), mit dazu an- od. aufnehmen, Plat. Phaed. 65 a Lach. 179 e u. Sp., wie Pol. 2, 10, 1.

French (Bailly abrégé)

recevoir ou prendre en outre ensemble;
NT: dans le NT, prendre quelqu'un comme compagnon.
Étymologie: σύν, παραλαμβάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παραλαμβάνω erbij nemen, eraan toevoegen:. ἐάν τις αὐτὸ ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν συμπαραλαμβάνῃ als iemand dat (nl. gezond verstand) als partner bij zijn onderzoek betrekt Plat. Phaed. 65a.

Russian (Dvoretsky)

συμπαραλαμβάνω:
1 забирать с собой (τινά Plat.): σ. τινά ἐν τῇ ζητήσει κοινωνόν Plat. делать кого-л. соучастником (своих) поисков;
2 приобщать, включать, присоединять (σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας Arst.);
3 принимать во внимание, учитывать (τὰς τῶν προτέρων δόξας Arst.).

English (Strong)

from σύν and παραλαμβάνω; to take along in company: take with.

English (Thayer)

(T WH συνπαραλαμβάνω (cf. σύν, II. at the end)); 2nd aorist συμπαρελαβον; to take along together with (Plato, Aristotle, Plutarch, others); in the N.T. to take with one as a companion: τινα, Galatians 2:1.

Greek Monolingual

Α παραλαμβάνω
1. παίρνω κάποιον μαζί μου, κυρίως ως μέτοχο ή συνεργό
2. λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ακόμη, συνυπολογίζω
3. περιλαμβάνω ή αποδέχομαι κάποιον ακόμη σε ένα όλο («ἅτερος συμπαρέλαβε τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας ὡς ἐπηρεασθεὶς», Αριστοτ.)
4. παθ. συμπαραλαμβάνομαι
α) προσκαλούμαι κάπου
β) (ειδικά) προσκαλούμαι κάπου προκειμένου να πω τη γνώμη μου σχετικά με ένα σοβαρό ζήτημα
γ) καλούμαι για βοήθεια
δ) εμπλέκομαι τυχαία σε κάτι.

Greek Monotonic

συμπαραλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, παίρνω κάποιον μαζί μου, προσλαμβάνω κάποιον ως βοηθό, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαραλαμβάνω: παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ, λαμβάνω ὡς μέτοχον ἢ βοηθόν, προσλαμβάνω, περιλαμβάνω, κοινωνόν τι σ. Πλάτ. Φαίδων 65Α, πρβλ. 84D, Λάχ. 179Ε· σ. τὴν ἐκτὸς εὐετηρίαν, περιλαμβάνω εἰς τὸν ὑπολογισμόν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 8. 6· τὰς τῶν προτέρων δόξας ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 1. σ. τοὺς ἐκτὸς τῆς πολιτείας, περιλαμβάνω εἰς τοὺς ἔχοντας δικαίωμα ἐκλογῆς, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 5. 4, 7. ― Παθ., προσκαλοῦμαι, Ἀντικλείδης παρ’ Ἀθην. 157F· σ. ἐπὶ τὰ πράγματα, καλοῦμαι νὰ δώσω γνώμην, Διον. Ἁλ. 7. 55.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to take along with one, take in as an adjunct, Plat.

Chinese

原文音譯:sumparalamb£nw 沁-爬拉-藍巴挪
詞類次數:動詞(4)
原文字根:同-旁-取得 相當於: (יׄוצֵאת‎ / יָצָא‎ / צֵא‎)
字義溯源:帶著同行,帶著同去,帶去;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(παραλαμβάνω)=帶到身邊)組成,其中 (παραλαμβάνω)又由(παρά)*=旁,出於)與(λαμβάνω)*=拿,取)組成
出現次數:總共(4);徒(3);加(1)
譯字彙編
1) 帶著⋯同去(2) 徒15:37; 加2:1;
2) 帶⋯去(1) 徒15:38;
3) 帶著⋯同行(1) 徒12:25