δαϊκτός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=daiktos | |Transliteration C=daiktos | ||
|Beta Code=dai+kto/s | |Beta Code=dai+kto/s | ||
|Definition= | |Definition=δαϊκτή, δαϊκτόν, to [[be slain]], Orph.''A.'' 976. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν [[que corroe]] φθόνος <i>Anacreont</i>.42.10. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δᾰϊκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δαΐζω]], ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974. | |lstext='''δᾰϊκτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[δαΐζω]], ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δαϊκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να φονευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αδάικτος]], [[ανδροδάικτος]], [[αρτιδάικτος]], [[αυτοδάικτος]], [[ημιδάικτος]], [[λουτροδάικτος]], <i>πυργοδάικτος</i>, <i>χειροδάικτος</i>, <i>ωμοδάικτος</i>]. | |mltxt=[[δαϊκτός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που [[είναι]] δυνατόν να φονευθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δαΐζω]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[αδάικτος]], [[ανδροδάικτος]], [[αρτιδάικτος]], [[αυτοδάικτος]], [[ημιδάικτος]], [[λουτροδάικτος]], <i>πυργοδάικτος</i>, <i>χειροδάικτος</i>, <i>ωμοδάικτος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:22, 25 August 2023
English (LSJ)
δαϊκτή, δαϊκτόν, to be slain, Orph.A. 976.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que corroe φθόνος Anacreont.42.10.
German (Pape)
[Seite 514] zu vernichten, Orph. Arg. 919, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰϊκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δαΐζω, ὁ δυνάμενος νὰ φονευθῇ, Ὀρφ. Ἀργ. 974.
Greek Monolingual
δαϊκτός, -ή, -όν (Α)
αυτός που είναι δυνατόν να φονευθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐζω (Ι).
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αδάικτος, ανδροδάικτος, αρτιδάικτος, αυτοδάικτος, ημιδάικτος, λουτροδάικτος, πυργοδάικτος, χειροδάικτος, ωμοδάικτος].