διάφρυκτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diafryktos
|Transliteration C=diafryktos
|Beta Code=dia/fruktos
|Beta Code=dia/fruktos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[parched]], of beans used in voting, Hsch.:—hence δια-φρυκτόω, [[vote]] or [[cast lots]], Id., <span class="bibl"><span class="title">EM</span>271.50</span>, Suid.</span>
|Definition=διάφρυκτον, [[parched]], of beans used in voting, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—hence [[διαφρυκτόω]], [[vote]] or [[cast lots]], Id., ''EM''271.50, Suid.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
|lstext='''διάφρυκτος''': -ον, ([[κύαμος]]) = [[ψῆφος]], [[κλῆρος]], «ὁ γὰρ [[κύαμος]] παρ’ Ἀθηναίοις [[φρυκτός]], ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[tostado]] ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διάφρυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[κουκιά]] που χρησιμοποιούσαν στην [[ψηφοφορία]]) ψημένος, καβουρντισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[διάφρυκτος]] (ενν. [[κύαμος]])<br />[[ψήφος]].
|mltxt=[[διάφρυκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τα [[κουκιά]] που χρησιμοποιούσαν στην [[ψηφοφορία]]) ψημένος, καβουρντισμένος<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[διάφρυκτος]] (ενν. [[κύαμος]])<br />[[ψήφος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάφρυκτος Medium diacritics: διάφρυκτος Low diacritics: διάφρυκτος Capitals: ΔΙΑΦΡΥΚΤΟΣ
Transliteration A: diáphryktos Transliteration B: diaphryktos Transliteration C: diafryktos Beta Code: dia/fruktos

English (LSJ)

διάφρυκτον, parched, of beans used in voting, Hsch.:—hence διαφρυκτόω, vote or cast lots, Id., EM271.50, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
tostado ἄγνου σπέρμα ... διάφρυκτον Philagr. en Aët.11.34, δ. κλῆρος· κύαμος (debido al color de las habas tostadas usadas en algunas votaciones), Hsch.; cf. φρυκτός.

Greek (Liddell-Scott)

διάφρυκτος: -ον, (κύαμος) = ψῆφος, κλῆρος, «ὁ γὰρ κύαμος παρ’ Ἀθηναίοις φρυκτός, ἐλάμβανον δὲ οἱ δικάζοντες τοῦτον ἀντὶ ψῆφου» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

διάφρυκτος, -ον (Α)
1. (για τα κουκιά που χρησιμοποιούσαν στην ψηφοφορία) ψημένος, καβουρντισμένος
2. το αρσ. ως ουσ. διάφρυκτος (ενν. κύαμος)
ψήφος.