μινυανθής: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=minyanthis | |Transliteration C=minyanthis | ||
|Beta Code=minuanqh/s | |Beta Code=minuanqh/s | ||
|Definition= | |Definition=μινυανθές, [[blooming a short time]], Max.76; <b class="b3">τὸ μ.</b>, = [[τριπέτηλον]], [[τρίφυλλον]], [[treacle clover]], [[Psoralea bituminosa]], Nic.''Th.''522, Gal.12.144. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ές, kurze Zeit blühend, [[τρίφυλλον]], Nic. Ther. 522, v. l. μηνυανθής(?), u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0188.png Seite 188]] ές, kurze Zeit blühend, [[τρίφυλλον]], Nic. Ther. 522, [[varia lectio|v.l.]] μηνυανθής(?), u. a. Sp. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), | |mltxt=[[μινυανθής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανθεί για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μινυανθές</i><br />[[είδος]] φυτού («[[τρίφυλλον]], τὴν [[ἤτοι]] μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυ</i>- του [[μινύθω]] «[[περικόπτω]], [[ελαττώνω]]» (<b>βλ.</b> [[μινύθω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ανθής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄνθος]]), [[πρβλ]]. [[χρυσανθής]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
μινυανθές, blooming a short time, Max.76; τὸ μ., = τριπέτηλον, τρίφυλλον, treacle clover, Psoralea bituminosa, Nic.Th.522, Gal.12.144.
German (Pape)
[Seite 188] ές, kurze Zeit blühend, τρίφυλλον, Nic. Ther. 522, v.l. μηνυανθής(?), u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνῠανθής: -ές, ὁ ἐπὶ βραχὺν χρόνον ἀνθῶν, θάλλων, Μαξίμ. π. Καταρχ. 76· - τὸ μινυανθὲς Νικ. Θηρ. 522.
Greek Monolingual
μινυανθής, -ές (Α)
1. αυτός που ανθεί για μικρό χρονικό διάστημα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μινυανθές
είδος φυτού («τρίφυλλον, τὴν ἤτοι μινυανθές, ὁ δὲ τριπέτηλον ἐνίσπει», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυ- του μινύθω «περικόπτω, ελαττώνω» (βλ. μινύθω) + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χρυσανθής].