οἴκει: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=oikei | |Transliteration C=oikei | ||
|Beta Code=oi)/kei | |Beta Code=oi)/kei | ||
|Definition=Adv., | |Definition=Adv., = [[οἴκοι]], Men.1044. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἴκει:''' adv. Men. = [[οἴκοι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἴκει]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[οίκοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[οἴκει]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[οἴκοι]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>οι</i> σε -<i>ει</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική [[πτώση]] σε -<i>ει</i>]. | |mltxt=[[οἴκει]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> <b>βλ.</b> [[οίκοι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. [[οἴκει]] έχει σχηματιστεί από το επίρρ. [[οἴκοι]] με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>οι</i> σε -<i>ει</i>, ενώ κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική [[πτώση]] σε -<i>ει</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:38, 25 August 2023
English (LSJ)
Adv., = οἴκοι, Men.1044.
Russian (Dvoretsky)
οἴκει: adv. Men. = οἴκοι.
Greek (Liddell-Scott)
οἴκει: Ἐπίρρ. = οἴκοι, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 456.
Greek Monolingual
οἴκει (Α)
επίρρ. βλ. οίκοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. οἴκει έχει σχηματιστεί από το επίρρ. οἴκοι με ανομοιωτική τροπή του -οι σε -ει, ενώ κατ' άλλη άποψη λιγότερο πιθανή από αρχαία τοπική πτώση σε -ει].