προκαταβάλλω: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prokatavallo | |Transliteration C=prokatavallo | ||
|Beta Code=prokataba/llw | |Beta Code=prokataba/llw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[apply first]], Heliod. ap. Orib.48.35.2 (Pass.):—also in Pass., to [[be swallowed first]], Ph.1.320.<br><span class="bld">II</span> Med., [[lay the foundations of before]], Id.2.476; [[θέατρον]], [[οἰκοδομήματα]], D.C.43.49, 57.10: metaph., <b class="b3">τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας</b> Andronic.Rhod.p.577 M.:—Pass., Ph.1.405, al.<br><span class="bld">III</span> Pass., to [[be previously overcome]], [[exhausted]], Gal.19.601. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] εκ τών προτέρων χρηματικό [[ποσό]], [[προπληρώνω]] («[[προκαταβάλλω]] το [[ενοίκιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[σπέρνω]] από [[πριν]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] εκ τών προτέρων ένα [[θέμα]]<br /><b>5.</b> [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]] εκ τών προτέρων<br /><b>7.</b> [[κατατρομάζω]] από [[πριν]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκαταβάλλομαι</i><br />[[σωριάζω]], [[καταστρέφω]] τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από [[πριν]] («τὸ μηρυκώμενον τὴν | |mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καταβάλλω]] εκ τών προτέρων χρηματικό [[ποσό]], [[προπληρώνω]] («[[προκαταβάλλω]] το [[ενοίκιο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων<br /><b>2.</b> [[εφαρμόζω]] [[πρώτος]]<br /><b>3.</b> [[σπέρνω]] από [[πριν]]<br /><b>4.</b> [[εισάγω]] εκ τών προτέρων ένα [[θέμα]]<br /><b>5.</b> [[δηλώνω]], [[αναφέρω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>6.</b> [[εξευτελίζω]], [[ταπεινώνω]] εκ τών προτέρων<br /><b>7.</b> [[κατατρομάζω]] από [[πριν]]<br /><b>8.</b> <b>μέσ.</b> <i>προκαταβάλλομαι</i><br />[[σωριάζω]], [[καταστρέφω]] τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων<br /><b>9.</b> <b>παθ.</b> α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από [[πριν]] («τὸ μηρυκώμενον τὴν προκαταβληθεῖσαν ἐπιλεαίνει τροφήν», Φίλ.)<br />β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι [[προηγουμένως]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:27, 25 August 2023
English (LSJ)
A apply first, Heliod. ap. Orib.48.35.2 (Pass.):—also in Pass., to be swallowed first, Ph.1.320.
II Med., lay the foundations of before, Id.2.476; θέατρον, οἰκοδομήματα, D.C.43.49, 57.10: metaph., τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς αἰτίας Andronic.Rhod.p.577 M.:—Pass., Ph.1.405, al.
III Pass., to be previously overcome, exhausted, Gal.19.601.
German (Pape)
[Seite 728] (s. βάλλω), vor, vorn od. vorher niederwerfen, Sp., wie D. Cass. 57, 10, οἰκοδόμημα προκατεβάλλετο.
Greek (Liddell-Scott)
προκαταβάλλω: καταβάλλω πρότερον, Φίλων 1. 320, κτλ. ― Μέσ., καταβάλλω τὰ θεμέλιά τινος πρότερον, θέατρον, οἰκοδόμημα, κτλ., Δίων Κ. 43. 49., 57. 10, κτλ.· ― ῥημ. ἐπίθ. προκαταβλητέον, δεῖ προκαταβάλλειν, Θεοδ. Κορυδ. Ρητ. ἐν Φαβρ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 13. 705. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α΄, σ. 514 κἑξ., 869.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
καταβάλλω εκ τών προτέρων χρηματικό ποσό, προπληρώνω («προκαταβάλλω το ενοίκιο»)
αρχ.
1. καταβάλλω, καταρρίπτω κάτι εκ τών προτέρων
2. εφαρμόζω πρώτος
3. σπέρνω από πριν
4. εισάγω εκ τών προτέρων ένα θέμα
5. δηλώνω, αναφέρω προηγουμένως
6. εξευτελίζω, ταπεινώνω εκ τών προτέρων
7. κατατρομάζω από πριν
8. μέσ. προκαταβάλλομαι
σωριάζω, καταστρέφω τα θεμέλια οικοδομήματος εκ τών προτέρων
9. παθ. α) καταπίνομαι, καταβροχθίζομαι από πριν («τὸ μηρυκώμενον τὴν προκαταβληθεῖσαν ἐπιλεαίνει τροφήν», Φίλ.)
β) καταπονούμαι, εξαντλούμαι προηγουμένως.