ἠλιτοεργός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(ptext.*?)\bThat\b(.*?\n}})" to "$1Tat$2")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ilitoergos
|Transliteration C=ilitoergos
|Beta Code=h)litoergo/s
|Beta Code=h)litoergo/s
|Definition=όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">missing the work, failing in one's aim</b>, AP7.210 (Antip.), dub.l. in Alc.<span class="title">Oxy.</span>1360<span class="title">Fr.</span>6.</span>
|Definition=ἠλιτοεργόν, [[missing the work]], [[failing in one's aim]], AP7.210 (Antip.), dub.l. in Alc.''Oxy.''1360''Fr.''6.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] die That verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς θάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] die Tat verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς θάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />[[qui a échoué dans une entreprise]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀλιταίνω]], [[ἔργον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλῐτοεργός:''' [[потерпевший неудачу]], [[неудачливый]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠλῐτοεργός''': -όν, ἀποτυγχάνων ἢ ἀποτυχὼν τοῦ ἔργου, τοῦ σκοποῦ [[αὐτοῦ]], ὡς θάνεν ἠλιτ. Ἀνθ. Π. 7. 210.
|lstext='''ἠλῐτοεργός''': -όν, ἀποτυγχάνων ἢ ἀποτυχὼν τοῦ ἔργου, τοῦ σκοποῦ [[αὐτοῦ]], ὡς θάνεν ἠλιτ. Ἀνθ. Π. 7. 210.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui a échoué dans une entreprise.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλιταίνω]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠλιτοεργός]], -ov (Α)<br />αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ηλιτόμηνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>εργος</i>, <i>άν</i>-<i>εργος</i>].
|mltxt=[[ἠλιτοεργός]], -ov (Α)<br />αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιτο</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[ηλιτόμηνος]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), [[πρβλ]]. [[άεργος]], [[άνεργος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠλῐτοεργός:''' -όν ([[ἤλιτον]], [[ἔργον]]), αυτός που αποτυγχάνει στην [[επίτευξη]] του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἠλῐτοεργός:''' -όν ([[ἤλιτον]], [[ἔργον]]), αυτός που αποτυγχάνει στην [[επίτευξη]] του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠλῐτοεργός:''' потерпевший неудачу, неудачливый Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠλῐτο-εργός, όν [[ἤλιτον]], [[ἔργον]]<br />[[missing]] the [[work]], [[failing]] in one's aim, Anth.
|mdlsjtxt=ἠλῐτο-εργός, όν [[ἤλιτον]], [[ἔργον]]<br />[[missing]] the [[work]], [[failing]] in one's aim, Anth.
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 7 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλῐτοεργός Medium diacritics: ἠλιτοεργός Low diacritics: ηλιτοεργός Capitals: ΗΛΙΤΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: ēlitoergós Transliteration B: ēlitoergos Transliteration C: ilitoergos Beta Code: h)litoergo/s

English (LSJ)

ἠλιτοεργόν, missing the work, failing in one's aim, AP7.210 (Antip.), dub.l. in Alc.Oxy.1360Fr.6.

German (Pape)

[Seite 1163] die Tat verfehlend (ἀλιτεῖν), d. h. seinen Zweck verfehlend, ὡς θάνεν ἠλ. Antip. Sid. 63 (VII, 210); Suid. erkl. τοῦ ἔργο υ ἀποτυχών.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui a échoué dans une entreprise.
Étymologie: ἀλιταίνω, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

ἠλῐτοεργός: потерпевший неудачу, неудачливый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλῐτοεργός: -όν, ἀποτυγχάνων ἢ ἀποτυχὼν τοῦ ἔργου, τοῦ σκοποῦ αὐτοῦ, ὡς θάνεν ἠλιτ. Ἀνθ. Π. 7. 210.

Greek Monolingual

ἠλιτοεργός, -ov (Α)
αυτός που δεν πέτυχε τον σκοπό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιτο- (βλ. λ. ηλιτόμηνος) + -εργος (< έργον), πρβλ. άεργος, άνεργος].

Greek Monotonic

ἠλῐτοεργός: -όν (ἤλιτον, ἔργον), αυτός που αποτυγχάνει στην επίτευξη του έργου του, αυτός που δεν κατορθώνει το στόχο του, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἠλῐτο-εργός, όν ἤλιτον, ἔργον
missing the work, failing in one's aim, Anth.