καράτομος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=κᾰρᾱτομος
|Full diacritics=κᾰρᾱ́τομος
|Medium diacritics=καράτομος
|Medium diacritics=καράτομος
|Low diacritics=καράτομος
|Low diacritics=καράτομος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karatomos
|Transliteration C=karatomos
|Beta Code=kara/tomos
|Beta Code=kara/tomos
|Definition=(proparox.), ον, (τέμνω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[beheaded]], Γοργών <span class="bibl">E. <span class="title">Alc.</span>1118</span> (dub.l.); <b class="b3">κ. ἐρημία νεανίδων</b>, i. e. their slaughter, <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>564</span> (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>606</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[cut off from the head]], <b class="b3">κ. Χλιδαί</b> one's [[shorn]] locks, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>52</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> parox., Act., [[beheading]], c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.</span>
|Definition=(proparox.), ον, ([[τέμνω]])<br><span class="bld">A</span> [[beheaded]], [[Γοργών]] E. ''Alc.''1118 (dub.l.); <b class="b3">καράτομος ἐρημία νεανίδων</b>, i.e. their [[slaughter]], Id.''Tr.''564 (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί Id.''Rh.''606.<br><span class="bld">2</span> [[cut off from the head]], <b class="b3">καράτομοι χλιδαί</b> one's [[shorn]] [[lock]]s, S.''El.''52.<br><span class="bld">II</span> parox., Act., [[beheading]], c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κᾰράτομος''': ρᾱ, ον, ([[τέμνω]]) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· [[οὕτως]], Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς [[κόμης]] πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, [[μετὰ]] γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[à qui l'on a coupé la tête]];<br /><b>2</b> [[détaché de la tête]].<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[τέμνω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καράτομος -ον &#91;[[κάρα]], [[τέμνω]]] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[geköpft]], [[enthauptet]]</i>; [[Γοργώ]] Eur. <i>Alc</i>. 1121, <i>Tr</i>. 564; χλιδαὶ καρ., vom [[Haupt]] [[geschnitten]], Soph. <i>El</i>. 52.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à qui l’on a coupé la tête;<br /><b>2</b> détaché de la tête.<br />'''Étymologie:''' [[κάρα]], [[τέμνω]].
|elrutext='''κᾰράτομος:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1</b> [[обезглавленный]] ([[Γοργώ]] Eur.);<br /><b class="num">2</b> [[отделенный от головы]], [[срезанный с головы]] (χλιδαί Soph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καράτομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρατομημένος, αποκεφαλισμένος<br /><b>2.</b> (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το [[κεφάλι]] («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το [[κεφάλι]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (1) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[απότομος]], <i>νεό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (<b>[[πρβλ]].</b> και [[καρατόμος]])].
|mltxt=[[καράτομος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρατομημένος, αποκεφαλισμένος<br /><b>2.</b> (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το [[κεφάλι]] («καρατόμοις χλιδαῖς» — με πλοκάμους κομμένους από το [[κεφάλι]], <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρα]] (1) «[[κεφάλι]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[απότομος]], <i>νεό</i>-<i>τομος</i>. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. ([[πρβλ]]. και [[καρατόμος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κᾰράτομος:''' [ρᾱ], -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αποκεφαλισμός]], σε Ευρ.· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. η [[σφαγή]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κομμένος, αποκομμένος από το [[κεφάλι]], <i>κ. χλιδαί</i>, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.
|lsmtext='''κᾰράτομος:''' [ρᾱ], -ον, ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[αποκεφαλισμός]], σε Ευρ.· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. η [[σφαγή]] τους, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> κομμένος, αποκομμένος από το [[κεφάλι]], <i>κ. χλιδαί</i>, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰράτομος:''' (ρᾱ)<br /><b class="num">1)</b> обезглавленный ([[Γοργώ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> отделенный от головы, срезанный с головы (χλιδαί Soph.).
|lstext='''κᾰράτομος''': ρᾱ, ον, ([[τέμνω]]) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· [[οὕτως]], Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς [[κόμης]] πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.
}}
{{elnl
|elnltext=καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰρ¯ά-τομος, ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[beheaded]], Eur.; κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, i. e. [[their]] [[slaughter]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> cut off from the [[head]], κ. χλιδαί one's [[shorn]] locks, Soph.
|mdlsjtxt=κᾰρ¯ά-τομος, ον [[τέμνω]]<br /><b class="num">1.</b> [[beheaded]], Eur.; κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, i. e. [[their]] [[slaughter]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> cut off from the [[head]], κ. χλιδαί one's [[shorn]] locks, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱ́τομος Medium diacritics: καράτομος Low diacritics: καράτομος Capitals: ΚΑΡΑΤΟΜΟΣ
Transliteration A: karátomos Transliteration B: karatomos Transliteration C: karatomos Beta Code: kara/tomos

English (LSJ)

(proparox.), ον, (τέμνω)
A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); καράτομος ἐρημία νεανίδων, i.e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί Id.Rh.606.
2 cut off from the head, καράτομοι χλιδαί one's shorn locks, S.El.52.
II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 à qui l'on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.

German (Pape)

geköpft, enthauptet; Γοργώ Eur. Alc. 1121, Tr. 564; χλιδαὶ καρ., vom Haupt geschnitten, Soph. El. 52.

Russian (Dvoretsky)

κᾰράτομος: (ρᾱ)
1 обезглавленный (Γοργώ Eur.);
2 отделенный от головы, срезанный с головы (χλιδαί Soph.).

Greek Monolingual

καράτομος, -ον (Α)
1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος
2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῖς» — με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. απότομος, νεό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (πρβλ. και καρατόμος)].

Greek Monotonic

κᾰράτομος: [ρᾱ], -ον, (τέμνω),
1. αποκεφαλισμός, σε Ευρ.· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. η σφαγή τους, στον ίδ.
2. κομμένος, αποκομμένος από το κεφάλι, κ. χλιδαί, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.

Middle Liddell

κᾰρ¯ά-τομος, ον τέμνω
1. beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur.
2. cut off from the head, κ. χλιδαί one's shorn locks, Soph.