γαλακτίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=galaktitis
|Transliteration C=galaktitis
|Beta Code=galakti/ths
|Beta Code=galakti/ths
|Definition=[<b class="b3">ῑ] λίθος</b>, stone <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">which makes water milky</b>, Dsc.5.132. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">γαλακτίτης</b>, = [[γαλακτίς]] 11, <span class="title">Gloss.</span></span>
|Definition=[ῑ] λίθος, stone<br><span class="bld">A</span> [[which makes water milky]], Dsc.5.132.<br><span class="bld">II</span> [[γαλακτίτης]], = [[γαλακτίς]] II, ''Glossaria''.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">I</b> mineral.<br /><b class="num">1</b> [[galactita]] Dsc.5.132, Plin.<i>HN</i> 37.162, Solin.7.3, Veg.<i>Mul</i>.3.12.3, <i>Cat.Cod.Astr</i>.9(2).151, Orph.<i>L</i>.2 tít.<br /><b class="num">2</b> [[greda]] Plin.<i>HN</i> 37.162.<br /><b class="num">3</b> [[esmeralda de vetas blancas]], Plin.<i>HN</i> 37.162.<br /><b class="num">II</b> bot. [[lecherina]], [[tésula redonda]], [[Euphorbia peplus]] L. <i>Gloss</i>.3.564.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0471.png Seite 471]] [[λίθος]] Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. [[γαλαξίας]].
}}
{{ls
|lstext='''γᾰλακτίτης''': [[λίθος]], ὁ, [[εἶδος]] λίθου, [[ὅστις]] ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· [[ὡσαύτως]] γαλακτὶς [[πέτρα]] Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. [[γαλαξίας]] ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=ο ([[γαλακτίτης]]) [[γάλα]]<br />[[είδος]] λίθου που βγάζει γαλακτώδες [[υγρό]] όταν βραχεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυτό]] της οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το [[γαϊδουράγκαθο]].
}}
}}

Latest revision as of 11:02, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτίτης Medium diacritics: γαλακτίτης Low diacritics: γαλακτίτης Capitals: ΓΑΛΑΚΤΙΤΗΣ
Transliteration A: galaktítēs Transliteration B: galaktitēs Transliteration C: galaktitis Beta Code: galakti/ths

English (LSJ)

[ῑ] λίθος, stone
A which makes water milky, Dsc.5.132.
II γαλακτίτης, = γαλακτίς II, Glossaria.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ I mineral.
1 galactita Dsc.5.132, Plin.HN 37.162, Solin.7.3, Veg.Mul.3.12.3, Cat.Cod.Astr.9(2).151, Orph.L.2 tít.
2 greda Plin.HN 37.162.
3 esmeralda de vetas blancas, Plin.HN 37.162.
II bot. lecherina, tésula redonda, Euphorbia peplus L. Gloss.3.564.

German (Pape)

[Seite 471] λίθος Orph. Lith. 2; Diosc. ein Stein, der angefeuchtet gerieben einen Milchsaft giebt, vgl. γαλαξίας.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτίτης: λίθος, ὁ, εἶδος λίθου, ὅστις ὑγρανθεὶς καὶ τριβόμενος παράγει χυμόν τινα γαλακτώδη, Διοσκ. 5. 150· ὡσαύτως γαλακτὶς πέτρα Ὀρφ. Λιθ. 2. 11· πρβλ. γαλαξίας ΙΙ.

Greek Monolingual

ο (γαλακτίτης) γάλα
είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί
νεοελλ.
φυτό της οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο.