ῥαφεύς: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=rafeys
|Transliteration C=rafeys
|Beta Code=r(afeu/s
|Beta Code=r(afeu/s
|Definition=έως, ὁ, (ῥάπτω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[stitcher]], [[patcher]], [[cobbler]], <span class="bibl">Poll.7.42</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ῥ. φόνου</b> [[planner]] of murder, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1604</span>.</span>
|Definition=-έως, ὁ, ([[ῥάπτω]])<br><span class="bld">A</span> [[stitcher]], [[patcher]], [[cobbler]], Poll.7.42.<br><span class="bld">2</span> metaph., <b class="b3">ῥ. φόνου</b> [[planner]] of murder, A.''Ag.''1604.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0835.png Seite 835]] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />[[celui qui trame un complot]].<br />'''Étymologie:''' [[ῥάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾰφεύς:''' έως ὁ [[ῥάπτω]] 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[ῥάπτω]]) [[ῥάπτης]], Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου [[ῥαφεύς]], ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.
|lstext='''ῥᾰφεύς''': έως, ὁ, ([[ῥάπτω]]) [[ῥάπτης]], Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου [[ῥαφεύς]], ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.
}}
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />celui qui trame un complot.<br />'''Étymologie:''' [[ῥάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[ράφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («[[κἀγώ]] δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου [[ῥαφεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γραφ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ὁ, ΜΑ<br />ο [[ράφτης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («[[κἀγώ]] δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου [[ῥαφεύς]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ῥαφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[γραφεύς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[ῥάπτω]]), [[μπαλωματής]], [[ράφτης]]· μεταφ., <i>ῥαφεὺς φόνου</i>, αυτός που σχεδιάζει, [[ηθικός]] [[αυτουργός]] φόνου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ῥᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[ῥάπτω]]), [[μπαλωματής]], [[ράφτης]]· μεταφ., <i>ῥαφεὺς φόνου</i>, αυτός που σχεδιάζει, [[ηθικός]] [[αυτουργός]] φόνου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥᾰφεύς:''' έως ὁ [[ῥάπτω]] 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰφεύς Medium diacritics: ῥαφεύς Low diacritics: ραφεύς Capitals: ΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: rhapheús Transliteration B: rhapheus Transliteration C: rafeys Beta Code: r(afeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, (ῥάπτω)
A stitcher, patcher, cobbler, Poll.7.42.
2 metaph., ῥ. φόνου planner of murder, A.Ag.1604.

German (Pape)

[Seite 835] ὁ, der Näher, Flicker, Sticker, u. übertr., ῥ. φόνου, der Mordanstifter, Aesch. Ag. 1586.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
celui qui trame un complot.
Étymologie: ῥάπτω.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰφεύς: έως ὁ ῥάπτω 4] зачинщик, вдохновитель (φόνου Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰφεύς: έως, ὁ, (ῥάπτω) ῥάπτης, Πολυδ. Ζ΄, 42. 2) μεταφορ., φόνου ῥαφεύς, ἠθικὸς αὐτουργὸς φόνου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1604.

Greek Monolingual

-έως, ὁ, ΜΑ
ο ράφτης
αρχ.
φρ. «ῥαφεὺς φόνου» — αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῦδε τοῦ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. -εύς (πρβλ. γραφεύς)].

Greek Monotonic

ῥᾰφεύς: -έως, ὁ (ῥάπτω), μπαλωματής, ράφτης· μεταφ., ῥαφεὺς φόνου, αυτός που σχεδιάζει, ηθικός αυτουργός φόνου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ῥᾰφεύς, έως, ὁ, ῥάπτω
a stitcher, patcher: metaph., ῥ. φόνου a planner of murder, Aesch.

English (Woodhouse)

deviser

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)