γδοῦπος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
mNo edit summary
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gdoypos
|Transliteration C=gdoypos
|Beta Code=gdou=pos
|Beta Code=gdou=pos
|Definition=γδουπέω, poet. forms for [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (esp. in compds., e.g. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span>, ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν <span class="bibl">Il.11.45</span>.</span>
|Definition=''poet.'' form for [[δοῦπος]] ([[heavy sound]], [[thud]]), [[δουπέω]] (esp. in compds., e.g. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.
}}
{{pape
|ptext=p. = [[δοῦπος]], in [[Zusammensetzungen]], vgl. [[ἐρίγδουπος]]; Tmesis <i>Il</i>. 11.45 ἐπὶ δ' [[ἐγδούπησαν]], <i>Scholl. Aristonic</i>. ἡ [[διπλῆ]], ὅτι διὰ τὸ [[μέτρον]] παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.
}}
{{bailly
|btext=v. [[δοῦπος]] ([[bruit sourd]], [[bruit sonore]]).
}}
{{elru
|elrutext=[[δοῦπος]]: ὁ [[шум]], [[грохот]], [[гул]] Hom., Hes., Trag., Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''γδοῦπος''': γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἰλ. Λ. 45.
|lstext='''γδοῦπος''': γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος [[τύπος]] ἀντὶ [[δοῦπος]], [[δουπέω]] (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. [[ἐρίγδουπος]], [[ἐριγδουπέω]]), ἐπὶ δ’ [[ἐγδούπησαν]] Ἰλ. Λ. 45.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=v. [[δοῦπος]].
|mltxt=ο (AM γδοῦπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]].
}}
}}
{{grml
{{trml
|mltxt=ο (AM γδοῡπος)<br />[[βαρύς]], [[υπόκωφος]] [[χτύπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ποιητικός τ. του [[δούπος]]. Το αρχικό συμφωνικό [[σύμπλεγμα]] <i>γδ</i>- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (<b>[[πρβλ]].</b> [[κτυπώ]], [[κτύπος]]: [[τύπος]]). Μικρός [[είναι]] ο [[αριθμός]] τών συνθέτων σε -<i>γδουπος</i> [[έναντι]] εκείνων σε -<i>δουπος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό: -<i>γδουπος</i>) [[βαρύγδουπος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αλίγδουπος]], [[ερίγδουπος]], [[μασίγδουπος]], [[μελίγδουπος]].
|trtx====[[thud]]===
Bulgarian: приглушен звук от падане; Czech: žuch, žuchnutí, zadunění, bouchnutí; Danish: bump; Finnish: tömähdys, jysähdys, mätkähdys, jymähdys; French: [[martèlement]]; German: [[Bollern]], [[dumpfer Knall]]; Greek: [[γδούπος]]; Ancient Greek: [[δοῦπος]], [[γδοῦπος]]; Icelandic: dynkur; Irish: tuairt, trost; Italian: [[tonfo]]; Macedonian: тап звук, тресок; Malagasy: ngodongodona; Malay Jawi: ⁧دبق⁩ / ⁧لبق⁩; Rumi: debak / lebak; Maori: ngahoa, takuru; Occitan: bomb, bombe; Polish: łup, łubudu, tąpnięcie, łomot; Portuguese: [[baque]]; Romanian: bufnitură; Russian: [[глухой звук]]; Serbo-Croatian: mukao zvuk; Spanish: [[golpe sordo]]; Swedish: duns; Turkish: güm, pat; Vietnamese: ịch
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 22 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γδοῦπος Medium diacritics: γδοῦπος Low diacritics: γδούπος Capitals: ΓΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: gdoûpos Transliteration B: gdoupos Transliteration C: gdoypos Beta Code: gdou=pos

English (LSJ)

poet. form for δοῦπος (heavy sound, thud), δουπέω (esp. in compds., e.g. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Il.11.45.

German (Pape)

p. = δοῦπος, in Zusammensetzungen, vgl. ἐρίγδουπος; Tmesis Il. 11.45 ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι διὰ τὸ μέτρον παράκειται τό γ· τὸν δὲ δοῦπον οὐκ ἂν εἴποι γδοῦπον.

French (Bailly abrégé)

v. δοῦπος (bruit sourd, bruit sonore).

Russian (Dvoretsky)

δοῦπος: ὁ шум, грохот, гул Hom., Hes., Trag., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

γδοῦπος: γδουπέω, ποιητ. ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ δοῦπος, δουπέω (ἰδίως ἐν συνθέτ., π.χ. ἐρίγδουπος, ἐριγδουπέω), ἐπὶ δ’ ἐγδούπησαν Ἰλ. Λ. 45.

Greek Monolingual

ο (AM γδοῦπος)
βαρύς, υπόκωφος χτύπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τ. του δούπος. Το αρχικό συμφωνικό σύμπλεγμα γδ- οφείλεται σε εκφραστικό ηχομιμητικό σχηματισμό (πρβλ. κτυπώ, κτύπος: τύπος). Μικρός είναι ο αριθμός τών συνθέτων σε -γδουπος έναντι εκείνων σε -δουπος.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό: -γδουπος) βαρύγδουπος
αρχ.
αλίγδουπος, ερίγδουπος, μασίγδουπος, μελίγδουπος.

Translations

thud

Bulgarian: приглушен звук от падане; Czech: žuch, žuchnutí, zadunění, bouchnutí; Danish: bump; Finnish: tömähdys, jysähdys, mätkähdys, jymähdys; French: martèlement; German: Bollern, dumpfer Knall; Greek: γδούπος; Ancient Greek: δοῦπος, γδοῦπος; Icelandic: dynkur; Irish: tuairt, trost; Italian: tonfo; Macedonian: тап звук, тресок; Malagasy: ngodongodona; Malay Jawi: ⁧دبق⁩ / ⁧لبق⁩; Rumi: debak / lebak; Maori: ngahoa, takuru; Occitan: bomb, bombe; Polish: łup, łubudu, tąpnięcie, łomot; Portuguese: baque; Romanian: bufnitură; Russian: глухой звук; Serbo-Croatian: mukao zvuk; Spanish: golpe sordo; Swedish: duns; Turkish: güm, pat; Vietnamese: ịch