Aeolus: Difference between revisions

From LSJ

οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν → thou shalt never make the crab walk straight

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EL==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpel |wkeltx=$3 }}$4")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{Georges
{{Georges
|georg=Aeolus u. ([[bei]] Dicht.) Aeolos, ī, m. ([[Αἴολος]]), I) [[Sohn]] [[des]] [[Hellen]] u. [[Enkel]] [[des]] Deukalion, [[Herrscher]] im thessal. [[Magnesia]], [[Stammvater]] [[des]] äolischen Stammes, [[nach]] Hyg. fab. 238 u. 242 sq. Serv. Verg. Aen. 6, 585. – II) [[Sohn]] od. [[Enkel]] [[des]] Hippotes (dah. [[Hippotades]] [[gen]]. [[bei]] Ov. [[met]]. 14, 223 u. 224 [wo griech. Akk. Aeolon]), [[Beherrscher]] der [[nach]] ihm benannten äolischen (liparischen) Inseln (s. [[Aeolia]] no. II), [[nach]] der spätern [[Sage]] [[Beherrscher]] der [[Winde]], s. [[Verg]]. Aen. 1, 52 sqq. u. [[dazu]] Serv. ([[nach]] [[Varro]]) – [[des]] Äolus [[Sitz]] [[nach]] Thrazien verlegt, Claud. rapt. Pros. 1, 70 sqq. – III) [[ein]] Trojaner, Verg. Aen. 12, 542. – IV) [[ein]] Böotier aus [[Thisbe]], Stat. Theb. 9, 765 (wo griech. Akk. -on) u. 767 (wo Vok. Aeole). – Dav.: A) Aeolidēs, ae, m. ([[Αἰολίδης]]), der Äolide, a) ([[Nachkomme]] [[des]] Äolus no. I): α) Söhne = [[Sisyphus]], Ov. [[met]]. 13, 26. Hor. carm. 2, 14, 20. – [[Athamas]], Ov. [[met]]. 4, 541. – [[Salmoneus]], Ov. Ib. 473. – β) [[Enkel]] = [[Cephalus]] ([[Sohn]] [[des]] Dëion), Ov. [[met]]. 7, 672. – Pyrixus ([[Sohn]] [[des]] [[Athamas]]), Val. Flacc. 1, 286. – [[Ulixes]] ([[dessen]] [[Mutter]] Antiklea [[vor]] der [[Verheiratung]] [[mit]] [[Laertes]] [[mit]] [[Sisyphus]] [[Umgang]] gehabt [[haben]] soll), Verg. Aen. 6, 529. – b) [[Nachkomme]] [[des]] Trojaners Äolus, [[Misenus]] [[Aeolides]], Verg. Aen. 7, 164: [[Clytius]] [[Aeolides]], Verg. Aen. 9, 774. – B) Aeolidae, ārum, eine [[Völkerschaft]] in Thessalien, Lucan. 6, 384. – C) [[Aeolis]], [[idos]], f. ([[Αἰολίς]]), a) die Äolide = weibl. [[Nachkomme]] [[des]] Äolus no. I, d.i. seine [[Tochter]] »Kanake«, Ov. her. 11, 5 u. 34, »Alkyone«, Ov. [[met]]. 11, 573. – b) ([[von]] [[Aeolus]] no. II) [[Aeolides]] insulae, s. [[Aeolia]] no. II. – D) [[Aeolius]], a, um ([[Αἰόλιος]]), zu Äolus [[gehörig]], [[des]] Äolus, a) zu Äolus no. I: postes, [[des]] [[Athamas]], Ov.: [[senex]], [[Sisyphus]], Sen. poët.: [[vellus]] od. [[aurum]], Val. Flacc., [[pecus]], das goldene [[Vlies]], Mart. – b) zu Äolus no. II: [[virgo]], [[Arne]], [[dessen]] [[Tochter]], Ov.: [[tyrannus]], v. Äolus, Ov.: antra, die Felsenhöhlen, in denen Äolus die [[Winde]] [[verschlossen]] hält, Ov.: [[pontus]], das tyrrhenische [[Meer]], Sil. (s. [[Aeolia]] no. II): insulae (s. [[Aeolia]] no. II), Plin.: procellae, Verg.
|georg=Aeolus u. ([[bei]] Dicht.) Aeolos, ī, m. ([[Αἴολος]]), I) [[Sohn]] [[des]] [[Hellen]] u. [[Enkel]] [[des]] Deukalion, [[Herrscher]] im thessal. [[Magnesia]], [[Stammvater]] [[des]] äolischen Stammes, [[nach]] Hyg. fab. 238 u. 242 sq. Serv. Verg. Aen. 6, 585. – II) [[Sohn]] od. [[Enkel]] [[des]] Hippotes (dah. [[Hippotades]] [[gen]]. [[bei]] Ov. [[met]]. 14, 223 u. 224 [wo griech. Akk. Aeolon]), [[Beherrscher]] der [[nach]] ihm benannten äolischen (liparischen) Inseln (s. [[Aeolia]] no. II), [[nach]] der spätern [[Sage]] [[Beherrscher]] der [[Winde]], s. [[Verg]]. Aen. 1, 52 sqq. u. [[dazu]] Serv. ([[nach]] [[Varro]]) – [[des]] Äolus [[Sitz]] [[nach]] Thrazien verlegt, Claud. rapt. Pros. 1, 70 sqq. – III) [[ein]] Trojaner, Verg. Aen. 12, 542. – IV) [[ein]] Böotier aus [[Thisbe]], Stat. Theb. 9, 765 (wo griech. Akk. -on) u. 767 (wo Vok. Aeole). – Dav.: A) Aeolidēs, ae, m. ([[Αἰολίδης]]), der Äolide, a) ([[Nachkomme]] [[des]] Äolus no. I): α) Söhne = [[Sisyphus]], Ov. [[met]]. 13, 26. Hor. carm. 2, 14, 20. – [[Athamas]], Ov. [[met]]. 4, 541. – [[Salmoneus]], Ov. Ib. 473. – β) [[Enkel]] = [[Cephalus]] ([[Sohn]] [[des]] Dëion), Ov. [[met]]. 7, 672. – Pyrixus ([[Sohn]] [[des]] [[Athamas]]), Val. Flacc. 1, 286. – [[Ulixes]] ([[dessen]] [[Mutter]] Antiklea [[vor]] der [[Verheiratung]] [[mit]] [[Laertes]] [[mit]] [[Sisyphus]] [[Umgang]] gehabt [[haben]] soll), Verg. Aen. 6, 529. – b) [[Nachkomme]] [[des]] Trojaners Äolus, [[Misenus]] [[Aeolides]], Verg. Aen. 7, 164: [[Clytius]] [[Aeolides]], Verg. Aen. 9, 774. – B) Aeolidae, ārum, eine [[Völkerschaft]] in Thessalien, Lucan. 6, 384. – C) [[Aeolis]], [[idos]], f. ([[Αἰολίς]]), a) die Äolide = weibl. [[Nachkomme]] [[des]] Äolus no. I, d.i. seine [[Tochter]] »Kanake«, Ov. her. 11, 5 u. 34, »Alkyone«, Ov. [[met]]. 11, 573. – b) ([[von]] [[Aeolus]] no. II) [[Aeolides]] insulae, s. [[Aeolia]] no. II. – D) [[Aeolius]], a, um ([[Αἰόλιος]]), zu Äolus [[gehörig]], [[des]] Äolus, a) zu Äolus no. I: postes, [[des]] [[Athamas]], Ov.: [[senex]], [[Sisyphus]], Sen. poët.: [[vellus]] od. [[aurum]], Val. Flacc., [[pecus]], das goldene [[Vlies]], Mart. – b) zu Äolus no. II: [[virgo]], [[Arne]], [[dessen]] [[Tochter]], Ov.: [[tyrannus]], v. Äolus, Ov.: antra, die Felsenhöhlen, in denen Äolus die [[Winde]] [[verschlossen]] hält, Ov.: [[pontus]], das tyrrhenische [[Meer]], Sil. (s. [[Aeolia]] no. II): insulae (s. [[Aeolia]] no. II), Plin.: procellae, Verg.
}}
{{wkpen
|wketx=[[File:Aeolus1.jpg|thumb|Aeolus]]
In Greek mythology, [[Aeolus]] (/iːˈoʊləs/; Ancient Greek: [[Αἴολος]], Aiolos [a͜ɪ́olos], Modern Greek: [[Αίολος]] "quick-moving, nimble") was the keeper of the winds and king of the island of Aeolia, one of the abrupt rocky Lipara islands close to Sicily. Later classical writers regarded him as a god.
}}
{{wkpel
|wkeltx=Ο Αίολος κρατούσε τους ανέμους μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ήταν γιος του Ιππότη, όπως λέει ο Όμηρος. Γι' αυτό λεγόταν Ιπποτάδης. Ζούσε στη νήσο Αιολία, που είχε χάλκινα τείχη. Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι , εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για το σύμπλεγμα που ανήκει το Στρόμπολι.
Ζούσε στο νησί μαζί με την γυναίκα του Αμφιθέα. Είχε έξι γιους και έξι κόρες, που προσωποποιούσαν τους ανέμους. Οι γιοι τους δυνατούς ανέμους, οι θυγατέρες τους ήπιους (τις αύρες). Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή του μύθου, ο Αίλος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης. Με τη μητέρα του και τον αδελφό του Βοιωτό ζούσε στο Μεταπόντιο. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Μεταπόντιο, λόγω του φόνου της θετής του μητέρας Αυτολύκης, κατέφυγε σ' ένα νησί του Τυρρηνικού Πελάγους, όπου έχτισε την πόλη Μπάρα, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη. Εφηύρε τα πανιά που κινούν τα πλοία και δίδαξε τη χρήση τους στους υπηκόους του. Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του πήγε στην Αιολία, όπου ο Αίολος τους φιλοξένησε ένα μήνα. Όταν ζήτησε τη βοήθεια του Αιόλου για να αναχωρήσει, αυτός έκλεισε όλους τους ανέμους σε ένα ασκί και άφησε μόνο τον ούριο Ζέφυρο να πνέει ευνοϊκά γι' αυτούς. Με τη βοήθεια του Ζέφυρου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν πολύ κοντά στην Ιθάκη. Αλλά κάποια στιγμή που ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε, οι σύντροφοί του άνοιξαν το ασκί, νομίζοντας ότι έχει χρυσάφι, και άφησαν ελεύθερους όλους τους ανέμους. Ξέσπασε θύελλα η οποία έστειλε τον Οδυσσέα πίσω στο νησί του Αιόλου, ο οποίος όμως δεν δέχτηκε να τον βοηθήσει και πάλι, τιμωρώντας τον για την ασέβεια των συντρόφων του . Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Αίολο ταμία των ανέμων, όχι θεό τους. Γι' αυτό δεν είχε ιερά, ούτε γίνονταν θυσίες προς τιμήν του. Θεό τον θεωρούσαν οι Ρωμαίοι. Ο Βιργίλιος στην «Αινειάδα» τον αναφέρει ως βασιλιά που κατοικεί σε ένα άντρο, όπου είναι φυλακισμένοι οι άνεμοι, σ' αυτόν δε καταφεύγει η Ήρα όταν αποφασίζει να καταστρέψει τα καράβια των Τρώων.
Μία από τις κόρες του Αιόλου ήταν η Αλκυόνη η οποία σχετίζεται με τον μύθο των Αλκυονίδων ημερών. Η Αλκυόνη ερωτεύτηκε τον Κύηκα και ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά μια μέρα ο Κύηκας πνίγηκε ψαρεύοντας και η Αλκυόνη από τον πόνο της έπεσε στα βράχια και σκοτώθηκε. Οι θεοί τους λυπήθηκαν και τους έκαναν πουλιά. Ο Δίας μάλιστα πρόσταξε τον Αίολο κάθε χρόνο τον Ιανουάριο να σταματάει τους ανέμους για να μπορεί η Αλκυόνη να επωάσει τα αυγά της.
}}
{{trml
|trtx=az: Eol; be: Эол; bg: Еол; bn: আইওলুস; br: Aiolos; ca: Èol; chr: ᎢᎣᎷ; cs: Aiolos; da: Aiolos; de: Aiolos; el: Αίολος; en: Aeolus; eo: Eolo; es: Eolo; et: Aiolos; eu: Eolo; fa: آیولوس; fi: Aiolos; fr: Éole; fy: Aeolus; hu: Aiolosz; id: Aiolos; it: Eolo; ja: アイオロス; kk: Эол; la: Aeolus; nl: Aeolus; nn: Aiolos; no: Aiolos; oc: Eòl; pl: Eol; pt: Éolo; ro: Eol; ru: Эол; sco: Aeolus; sh: Eol; sk: Aiolos; sl: Eol; ta: எயோலசு; tr: Aiolos; uk: Еол; war: Aeolus; zh: 埃俄罗斯
}}
}}

Latest revision as of 11:35, 13 October 2022

Latin > English (Lewis & Short)

Aeŏlus: i, m., = Αἴολος.
I The god of the winds, son of Jupiter (or Hippotas) and of Menalippa, ruler of the islands between Italy and Sicily, where he kept the winds shut up in caverns, and, at the bidding of Jupiter, let them loose or recalled them, Verg. A. 1, 52: Aeolon Hippotaden, cohibentem carcere ventos, Ov. M. 14, 224. —
II A king in Thessaly, son of Hellen and Doreïs, grandson of Deucalion, father of Sisyphus, Athamas, Salmoneus, etc., Serv. ad Verg. A. 6, 585.

Latin > German (Georges)

Aeolus u. (bei Dicht.) Aeolos, ī, m. (Αἴολος), I) Sohn des Hellen u. Enkel des Deukalion, Herrscher im thessal. Magnesia, Stammvater des äolischen Stammes, nach Hyg. fab. 238 u. 242 sq. Serv. Verg. Aen. 6, 585. – II) Sohn od. Enkel des Hippotes (dah. Hippotades gen. bei Ov. met. 14, 223 u. 224 [wo griech. Akk. Aeolon]), Beherrscher der nach ihm benannten äolischen (liparischen) Inseln (s. Aeolia no. II), nach der spätern Sage Beherrscher der Winde, s. Verg. Aen. 1, 52 sqq. u. dazu Serv. (nach Varro) – des Äolus Sitz nach Thrazien verlegt, Claud. rapt. Pros. 1, 70 sqq. – III) ein Trojaner, Verg. Aen. 12, 542. – IV) ein Böotier aus Thisbe, Stat. Theb. 9, 765 (wo griech. Akk. -on) u. 767 (wo Vok. Aeole). – Dav.: A) Aeolidēs, ae, m. (Αἰολίδης), der Äolide, a) (Nachkomme des Äolus no. I): α) Söhne = Sisyphus, Ov. met. 13, 26. Hor. carm. 2, 14, 20. – Athamas, Ov. met. 4, 541. – Salmoneus, Ov. Ib. 473. – β) Enkel = Cephalus (Sohn des Dëion), Ov. met. 7, 672. – Pyrixus (Sohn des Athamas), Val. Flacc. 1, 286. – Ulixes (dessen Mutter Antiklea vor der Verheiratung mit Laertes mit Sisyphus Umgang gehabt haben soll), Verg. Aen. 6, 529. – b) Nachkomme des Trojaners Äolus, Misenus Aeolides, Verg. Aen. 7, 164: Clytius Aeolides, Verg. Aen. 9, 774. – B) Aeolidae, ārum, eine Völkerschaft in Thessalien, Lucan. 6, 384. – C) Aeolis, idos, f. (Αἰολίς), a) die Äolide = weibl. Nachkomme des Äolus no. I, d.i. seine Tochter »Kanake«, Ov. her. 11, 5 u. 34, »Alkyone«, Ov. met. 11, 573. – b) (von Aeolus no. II) Aeolides insulae, s. Aeolia no. II. – D) Aeolius, a, um (Αἰόλιος), zu Äolus gehörig, des Äolus, a) zu Äolus no. I: postes, des Athamas, Ov.: senex, Sisyphus, Sen. poët.: vellus od. aurum, Val. Flacc., pecus, das goldene Vlies, Mart. – b) zu Äolus no. II: virgo, Arne, dessen Tochter, Ov.: tyrannus, v. Äolus, Ov.: antra, die Felsenhöhlen, in denen Äolus die Winde verschlossen hält, Ov.: pontus, das tyrrhenische Meer, Sil. (s. Aeolia no. II): insulae (s. Aeolia no. II), Plin.: procellae, Verg.

Wikipedia EN

Aeolus

In Greek mythology, Aeolus (/iːˈoʊləs/; Ancient Greek: Αἴολος, Aiolos [a͜ɪ́olos], Modern Greek: Αίολος "quick-moving, nimble") was the keeper of the winds and king of the island of Aeolia, one of the abrupt rocky Lipara islands close to Sicily. Later classical writers regarded him as a god.

Wikipedia EL

Ο Αίολος κρατούσε τους ανέμους μέσα στον ασκό του και τους άφηνε μετά από εντολή του Δία. Ήταν γιος του Ιππότη, όπως λέει ο Όμηρος. Γι' αυτό λεγόταν Ιπποτάδης. Ζούσε στη νήσο Αιολία, που είχε χάλκινα τείχη. Το νησί αυτό πιστευόταν ότι ήταν η Στρογγύλη, το σημερινό Στρόμπολι , εξ ου και η ονομασία Αιολίδες Νήσοι για το σύμπλεγμα που ανήκει το Στρόμπολι.

Ζούσε στο νησί μαζί με την γυναίκα του Αμφιθέα. Είχε έξι γιους και έξι κόρες, που προσωποποιούσαν τους ανέμους. Οι γιοι τους δυνατούς ανέμους, οι θυγατέρες τους ήπιους (τις αύρες). Σύμφωνα με μεταγενέστερη εκδοχή του μύθου, ο Αίλος ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης. Με τη μητέρα του και τον αδελφό του Βοιωτό ζούσε στο Μεταπόντιο. Όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Μεταπόντιο, λόγω του φόνου της θετής του μητέρας Αυτολύκης, κατέφυγε σ' ένα νησί του Τυρρηνικού Πελάγους, όπου έχτισε την πόλη Μπάρα, κατά τον Διόδωρο Σικελιώτη. Εφηύρε τα πανιά που κινούν τα πλοία και δίδαξε τη χρήση τους στους υπηκόους του. Ο Οδυσσέας με τους συντρόφους του πήγε στην Αιολία, όπου ο Αίολος τους φιλοξένησε ένα μήνα. Όταν ζήτησε τη βοήθεια του Αιόλου για να αναχωρήσει, αυτός έκλεισε όλους τους ανέμους σε ένα ασκί και άφησε μόνο τον ούριο Ζέφυρο να πνέει ευνοϊκά γι' αυτούς. Με τη βοήθεια του Ζέφυρου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του έφτασαν πολύ κοντά στην Ιθάκη. Αλλά κάποια στιγμή που ο Οδυσσέας αποκοιμήθηκε, οι σύντροφοί του άνοιξαν το ασκί, νομίζοντας ότι έχει χρυσάφι, και άφησαν ελεύθερους όλους τους ανέμους. Ξέσπασε θύελλα η οποία έστειλε τον Οδυσσέα πίσω στο νησί του Αιόλου, ο οποίος όμως δεν δέχτηκε να τον βοηθήσει και πάλι, τιμωρώντας τον για την ασέβεια των συντρόφων του . Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Αίολο ταμία των ανέμων, όχι θεό τους. Γι' αυτό δεν είχε ιερά, ούτε γίνονταν θυσίες προς τιμήν του. Θεό τον θεωρούσαν οι Ρωμαίοι. Ο Βιργίλιος στην «Αινειάδα» τον αναφέρει ως βασιλιά που κατοικεί σε ένα άντρο, όπου είναι φυλακισμένοι οι άνεμοι, σ' αυτόν δε καταφεύγει η Ήρα όταν αποφασίζει να καταστρέψει τα καράβια των Τρώων. Μία από τις κόρες του Αιόλου ήταν η Αλκυόνη η οποία σχετίζεται με τον μύθο των Αλκυονίδων ημερών. Η Αλκυόνη ερωτεύτηκε τον Κύηκα και ζούσαν ευτυχισμένοι, αλλά μια μέρα ο Κύηκας πνίγηκε ψαρεύοντας και η Αλκυόνη από τον πόνο της έπεσε στα βράχια και σκοτώθηκε. Οι θεοί τους λυπήθηκαν και τους έκαναν πουλιά. Ο Δίας μάλιστα πρόσταξε τον Αίολο κάθε χρόνο τον Ιανουάριο να σταματάει τους ανέμους για να μπορεί η Αλκυόνη να επωάσει τα αυγά της.

Translations

az: Eol; be: Эол; bg: Еол; bn: আইওলুস; br: Aiolos; ca: Èol; chr: ᎢᎣᎷ; cs: Aiolos; da: Aiolos; de: Aiolos; el: Αίολος; en: Aeolus; eo: Eolo; es: Eolo; et: Aiolos; eu: Eolo; fa: آیولوس; fi: Aiolos; fr: Éole; fy: Aeolus; hu: Aiolosz; id: Aiolos; it: Eolo; ja: アイオロス; kk: Эол; la: Aeolus; nl: Aeolus; nn: Aiolos; no: Aiolos; oc: Eòl; pl: Eol; pt: Éolo; ro: Eol; ru: Эол; sco: Aeolus; sh: Eol; sk: Aiolos; sl: Eol; ta: எயோலசு; tr: Aiolos; uk: Еол; war: Aeolus; zh: 埃俄罗斯