καλοκἄγαθος: Difference between revisions

m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kalokagathos
|Transliteration C=kalokagathos
|Beta Code=kaloka)/gaqos
|Beta Code=kaloka)/gaqos
|Definition=ον, an adject. form, perh. only in <span class="bibl">Poll.4.11</span> (in all early writers written divisim <b class="b3">καλὸς κἀγαθός</b>) <b class="b3">; καλὸς κἀγαθός</b> orig. denotes a <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[perfect gentleman]], <span class="bibl">Hdt.1.30</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>185</span>, <span class="bibl">735</span>, al., <span class="bibl">Th.4.40</span>, <span class="bibl">8.48</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.3.9</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1293b39</span>, etc.; καλώ τε κἀγαθώ <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.1.19</span>; but later in a moral sense, a [[perfect character]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">MM</span>1207b25</span>; also applied to qualities, actions, etc., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>21d</span>; τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων <span class="bibl">X. <span class="title">Mem.</span>2.1.20</span>; <b class="b3">καρτερία κ. κ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">La.</span>192c</span>; <b class="b3">καρδία κ. καὶ ἀ</b>. <span class="bibl"><span class="title">Ev.Luc.</span>8.15</span>; πάντα ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.23</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Cyr.</span>2.1.17</span>; of things, [[admirable]], [[splendid]], ib.<span class="bibl">3.3.6</span>; <b class="b3">πᾶν ὅ τι κ. καὶ ἀ. ἐστιν ἐν Σάρδεσιν</b> ib.<span class="bibl">7.2.12</span>; μαντεῖαι πολλαὶ καὶ καλαὶ κἀγ. καὶ ἀληθεῖς <span class="bibl">D.<span class="title">Ep.</span>1.16</span>: Sup., ὅ τι κάλλιστον καὶ ἄριστον ἔχετε <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span> 2.1.9</span>, cf. <span class="bibl">5.6.28</span>: rarely with words between, <b class="b3">ἦν καὶ κ., ὦ δέσποτα, καὶ ἀ</b>. [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>4.6.3</span>; <b class="b3">ἅμα μὲν κ., ἅμα δὲ ἀ</b>. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>88c</span>; κ. μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀ. ὁ Βρασίδας <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>25</span>.</span>
|Definition=καλοκἄγαθον, an adject. form, perhaps only in Poll.4.11 (in all early writers written [[divisim]] [[καλὸς κἀγαθός]]); καλὸς κἀγαθός orig. denotes a [[perfect gentleman]], [[Herodotus|Hdt.]]1.30, Ar.Eq.185, 735, al., Th.4.40, 8.48, X.HG5.3.9, Arist.Pol.1293b39, etc.; καλώ τε κἀγαθώ X.An.4.1.19; but later in a moral sense, a [[perfect]] [[character]], Arist.MM1207b25; also applied to qualities, actions, etc., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν [[εἰδέναι]] Pl.Ap.21d; τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων X. Mem.2.1.20; [[οὐκοῦν]] ἡ μὲν μετὰ φρονήσεως [[καρτερία]] καλὴ κἀγαθή; = and [[endurance]] joined with [[wisdom]] is [[noble]] and [[good]]? Pl.La.192c; [[καρδία]] καλὴ καὶ ἀγαθή Ev.Luc.8.15; πάντα ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι X.Mem.1.2.23, cf. Cyr.2.1.17; of things, [[admirable]], [[splendid]], ib.3.3.6; πᾶν ὅ τι καλὸν καὶ κἀγαθόν ἐστιν ἐν Σάρδεσιν ib.7.2.12; μαντεῖαι πολλαὶ καὶ καλαὶ κἀγ. καὶ ἀληθεῖς D.Ep.1.16: Sup., ὅ τι κάλλιστον καὶ ἄριστον ἔχετε X.An. 2.1.9, cf. 5.6.28: rarely with words between, ἦν καὶ καλός, ὦ δέσποτα, καὶ ἀγαθός [[varia lectio|v.l.]] in Id.Cyr.4.6.3; ἅμα μὲν καλός, ἅμα δὲ ἀγαθός Pl.Ti.88c; καλὸς μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀγαθὸς ὁ Βρασίδας Plu.Lyc.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] d. i. καλὸς καὶ [[ἀγαθός]], u. so bei den guten Schriftstellern zu schreiben, vgl. Lob. zu Phryn. 603, der, wenn die zusammengesetzte Form vorkommt, [[καλοκἄγαθος]] zu betonen räth, wie auch Bekker Poll. 4, 11 schreibt; [[schön]] u. [[gut]], der Mann, wie er sein soll, gewandt und tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. [[καλός]]. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung u. Lebensart, die Gebildeten, im Ggstz der rohen Volksmasse.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1312.png Seite 1312]] d. i. καλὸς καὶ [[ἀγαθός]], u. so bei den guten Schriftstellern zu schreiben, vgl. Lob. zu Phryn. 603, der, wenn die zusammengesetzte Form vorkommt, [[καλοκἄγαθος]] zu betonen räth, wie auch Bekker Poll. 4, 11 schreibt; [[schön]] u. [[gut]], der Mann, wie er sein soll, gewandt und tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. [[καλός]]. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung u. Lebensart, die Gebildeten, im <span class="ggns">Gegensatz</span> der rohen Volksmasse.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />beau et bon, noble et bon.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κἀγαθός]].
|btext=ή, όν :<br />[[beau et bon]], [[noble et bon]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[κἀγαθός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλοκἄγαθος]], Μ [[καλοκάγαθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γεμάτος]] [[καλοσύνη]] και [[αγαθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους δόκιμους συγγραφείς [[πάντοτε]] [[χωριστά]] [[καλός]] καγαθός</i>, μόνο στον <b>Πολυδ.</b> ενωμένα σε μία [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>2.</b> [[τέλειος]] [[άνθρωπος]], με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό [[κάλλος]] με την [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> (αργότερα τα δύο [[χωριστά]] επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα <b>κ.λπ.</b>) [[τέλειος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγάθως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>καλὸς κἀγαθός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καὶ [[ἀγαθός]]) (<b>βλ.</b> και [[καλός]])].
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλοκἄγαθος]], Μ [[καλοκάγαθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γεμάτος]] [[καλοσύνη]] και [[αγαθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους δόκιμους συγγραφείς [[πάντοτε]] [[χωριστά]] [[καλός]] καγαθός</i>, μόνο στον <b>Πολυδ.</b> ενωμένα σε μία [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>2.</b> [[τέλειος]] [[άνθρωπος]], με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό [[κάλλος]] με την [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> (αργότερα τα δύο [[χωριστά]] επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα <b>κ.λπ.</b>) [[τέλειος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγάθως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>καλὸς κἀγαθός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καὶ [[ἀγαθός]]) (<b>βλ.</b> και [[καλός]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 4 September 2023

English (LSJ)

καλοκἄγαθον, an adject. form, perhaps only in Poll.4.11 (in all early writers written divisim καλὸς κἀγαθός); καλὸς κἀγαθός orig. denotes a perfect gentleman, Hdt.1.30, Ar.Eq.185, 735, al., Th.4.40, 8.48, X.HG5.3.9, Arist.Pol.1293b39, etc.; καλώ τε κἀγαθώ X.An.4.1.19; but later in a moral sense, a perfect character, Arist.MM1207b25; also applied to qualities, actions, etc., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Pl.Ap.21d; τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων X. Mem.2.1.20; οὐκοῦν ἡ μὲν μετὰ φρονήσεως καρτερία καλὴ κἀγαθή; = and endurance joined with wisdom is noble and good? Pl.La.192c; καρδία καλὴ καὶ ἀγαθή Ev.Luc.8.15; πάντα ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι X.Mem.1.2.23, cf. Cyr.2.1.17; of things, admirable, splendid, ib.3.3.6; πᾶν ὅ τι καλὸν καὶ κἀγαθόν ἐστιν ἐν Σάρδεσιν ib.7.2.12; μαντεῖαι πολλαὶ καὶ καλαὶ κἀγ. καὶ ἀληθεῖς D.Ep.1.16: Sup., ὅ τι κάλλιστον καὶ ἄριστον ἔχετε X.An. 2.1.9, cf. 5.6.28: rarely with words between, ἦν καὶ καλός, ὦ δέσποτα, καὶ ἀγαθός v.l. in Id.Cyr.4.6.3; ἅμα μὲν καλός, ἅμα δὲ ἀγαθός Pl.Ti.88c; καλὸς μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀγαθὸς ὁ Βρασίδας Plu.Lyc.25.

German (Pape)

[Seite 1312] d. i. καλὸς καὶ ἀγαθός, u. so bei den guten Schriftstellern zu schreiben, vgl. Lob. zu Phryn. 603, der, wenn die zusammengesetzte Form vorkommt, καλοκἄγαθος zu betonen räth, wie auch Bekker Poll. 4, 11 schreibt; schön u. gut, der Mann, wie er sein soll, gewandt und tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. καλός. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung u. Lebensart, die Gebildeten, im Gegensatz der rohen Volksmasse.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
beau et bon, noble et bon.
Étymologie: καλός, κἀγαθός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα
αρχ.
(στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη)
1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας
2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό κάλλος με την ηθική τελειότητα
3. (αργότερα τα δύο χωριστά επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα κ.λπ.) τέλειος.
επίρρ...
καλοκἀγάθως (Α)
πάπ. με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός) (βλ. και καλός)].