ἀπορηματικός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aporimatikos | |Transliteration C=aporimatikos | ||
|Beta Code=a)porhmatiko/s | |Beta Code=a)porhmatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀπορηματική, ἀπορηματικόν,<br><span class="bld">A</span> = [[ἀπορητικός]], S.E.''P.''1.221, [[varia lectio|v.l.]] in Gal. ''Nat.Fac.''2.9.<br><span class="bld">2</span> [[expressive of doubt]], of particles, D.T.642.26, A.D. ''Conj.''258.15. Adv. [[ἀπορηματικῶς]] S.E.''M.''8.1. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que duda]] de pers., op. [[δογματικός]] S.E.<i>P</i>.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. [[ἀπορητικός]])<br /><b class="num">•</b>[[αἵρεσις]] Elias 109.28.<br /><b class="num">2</b> gram. [[que expresa duda]], [[interrogativo]] σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.<i>Coni</i>.258.15, <i>Gramm.Pap</i>.2.110, 118, Sch.Er.<i>Il</i>.1.219a. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορημᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> Sext. = [[ἀπορητικός]];<br /><b class="num">2</b> грам. вопросительно-сомнительный, дубитативный (о частицах типа [[ἆρα]], [[μῶν]] и т. п.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπορηματικός''': -ή, -όν, = [[ἀπορητικός]], Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, [[οἷον]], τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1. | |lstext='''ἀπορηματικός''': -ή, -όν, = [[ἀπορητικός]], Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, [[οἷον]], τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπορηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνει [[απορία]] ή [[αμηχανία]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται [[απορία]] ή ζητείται [[γνώμη]] για το τι [[πρέπει]] να γίνει. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπορηματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που δηλώνει [[απορία]] ή [[αμηχανία]]<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται [[απορία]] ή ζητείται [[γνώμη]] για το τι [[πρέπει]] να γίνει. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀπορηματική, ἀπορηματικόν,
A = ἀπορητικός, S.E.P.1.221, v.l. in Gal. Nat.Fac.2.9.
2 expressive of doubt, of particles, D.T.642.26, A.D. Conj.258.15. Adv. ἀπορηματικῶς S.E.M.8.1.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que duda de pers., op. δογματικός S.E.P.1.221 (cj.), cf. Gal.2.127 (ap. crít., cf. ἀπορητικός)
•αἵρεσις Elias 109.28.
2 gram. que expresa duda, interrogativo σύνδεσμος D.T.642.26, A.D.Coni.258.15, Gramm.Pap.2.110, 118, Sch.Er.Il.1.219a.
German (Pape)
[Seite 321] zweifelhaft, streitig. – Adv. -ικῶς, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορημᾰτικός:
1 Sext. = ἀπορητικός;
2 грам. вопросительно-сомнительный, дубитативный (о частицах типа ἆρα, μῶν и т. п.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορηματικός: -ή, -όν, = ἀπορητικός, Σέξτ. Ἐμπ. 1. 221: ὁ ἐκφράζων ἀπορίαν, ἀμηχανίαν, «ἀεὶ πάντα τὰ ἀπορηματικὰ ὑποτακτικῶς ἐκφέρονται, οἷον, τί χρήσωμαι… πῇ τράπωμαι;» Ἐτυμολ. Μ. 414. 55, «κατ’ ἐρώτησιν ἀπορηματικοῦ τύπου» Φωτ. Ἐπιστ. κ. 187, 4., 188, 8· ἐν τῇ γραμμ. ἀπορηματικοὶ σύνδεσμοι, ὡς, ἆρα, μῶν, κλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀπορηματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που δηλώνει απορία ή αμηχανία
2. γραμμ. «ἀπορηματικὲς προτάσεις» — οι ερωτηματικές προτάσεις του ευθέος ή του πλάγιου λόγου, με τις οποίες εκφράζεται απορία ή ζητείται γνώμη για το τι πρέπει να γίνει.