επισείω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπισείω]]) [[σείω]]<br />[[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κυρίως]] για εκφοβισμό («[[Ζεύς]]... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾱσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπισείομαι</i><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> (για [[άγαλμα]]) [[παρουσιάζομαι]], [[φαίνομαι]] [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[κάτι]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ερεθίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>5.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπισείω]] τήν χεῑρα» — [[κουνώ]] το [[χέρι]] για να δείξω [[συναίνεση]].
|mltxt=(AM [[ἐπισείω]]) [[σείω]]<br />[[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[εναντίον]] κάποιου, [[κυρίως]] για εκφοβισμό («[[Ζεύς]]... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾶσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>ἐπισείομαι</i><br /><b>1.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[απομακρύνω]], [[διώχνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>απόλ.</b> (για [[άγαλμα]]) [[παρουσιάζομαι]], [[φαίνομαι]] [[απειλητικός]]<br /><b>2.</b> [[προκαλώ]] [[κάτι]], [[βάζω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)<br /><b>3.</b> [[παρακινώ]], [[προτρέπω]], [[ερεθίζω]]<br /><b>4.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[προσβάλλω]], επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», <b>Διόδ.</b> Σικ.)<br /><b>5.</b> [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]] [[πάνω]] σε [[άλλο]], [[χαϊδεύω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐπισείω]] τήν χεῖρα» — [[κουνώ]] το [[χέρι]] για να δείξω [[συναίνεση]].
}}
}}

Latest revision as of 18:38, 29 October 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπισείω) σείω
σείω, κουνώ κάτι εναντίον κάποιου, κυρίως για εκφοβισμό («Ζεύς... ἐπισσείῃσιν ἐρεμνήν αἰγίδα πᾶσιν», Ομ. Ιλ.)
μσν.
μέσ. ἐπισείομαι
1. κουνώ κάτι
2. απομακρύνω, διώχνω
αρχ.
1. απόλ. (για άγαλμα) παρουσιάζομαι, φαίνομαι απειλητικός
2. προκαλώ κάτι, βάζω κάτι μέσα σε κάποιον («φόβους ἐπέσεισε τῇ βουλῇ», Λιβάν.)
3. παρακινώ, προτρέπω, ερεθίζω
4. (αμτβ.) προσβάλλω, επιτίθεμαι («ἄχρις ἂν οἱ πολέμιοι τοῖς τείχεσι ἐπισείωσι», Διόδ. Σικ.)
5. κουνώ κάτι ελαφρά πάνω σε άλλο, χαϊδεύω
6. φρ. «ἐπισείω τήν χεῖρα» — κουνώ το χέρι για να δείξω συναίνεση.