εμποιώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "ποιεῑ" to "ποιεῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῑ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
|mltxt=(-έω) (AM ἐμποιῶ)<br /><b>1.</b> [[προξενώ]], [[παράγω]], [[επιφέρω]], [[ενσπείρω]], [[εμφυσώ]]<br /><b>2.</b> (για ψυχικές καταστάσεις) [[εμβάλλω]], [[κάνω]] να γεννηθεί, [[προκαλώ]], [[δημιουργώ]] («ἐλπίδας ἐμποιεῖ ἀνθρώποις», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] [[μέσα]] σε [[κάτι]] («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], [[σχηματίζω]]<br /><b>3.</b> (για χρησμό κυρ.) [[παραποιώ]] παρεμβάλλοντας, [[διασκευάζω]] [[κάτι]] γνήσιο με [[προσθήκη]]<br /><b>4.</b> <b>γεν.</b> [[παρεμβάλλω]]<br /><b>5.</b> (με απρμφ.) [[βάζω]] σε κάποιον την [[ιδέα]], την [[πεποίθηση]] («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις [[ἀκολουθητέον]] [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> αντιποιούμαι, [[εγείρω]] αξιώσεις, [[απαιτώ]] («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).
}}
}}

Latest revision as of 06:45, 28 March 2021

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐμποιῶ)
1. προξενώ, παράγω, επιφέρω, ενσπείρω, εμφυσώ
2. (για ψυχικές καταστάσεις) εμβάλλω, κάνω να γεννηθεί, προκαλώ, δημιουργώ («ἐλπίδας ἐμποιεῖ ἀνθρώποις», Ξεν.)
αρχ.
1. κατασκευάζω μέσα σε κάτι («ἐν τοῖς καπηλείοισι λάκκους ἐμποιεῖν ὕδατος», Αριστοφ.)
2. διαμορφώνω, σχηματίζω
3. (για χρησμό κυρ.) παραποιώ παρεμβάλλοντας, διασκευάζω κάτι γνήσιο με προσθήκη
4. γεν. παρεμβάλλω
5. (με απρμφ.) βάζω σε κάποιον την ιδέα, την πεποίθηση («ἐμποιῆσαι τοῖς στρατιώταις ἀκολουθητέον εἶναι», Ξεν.)
6. μέσ. αντιποιούμαι, εγείρω αξιώσεις, απαιτώ («καὶ ἐκ τῶν ἱερέων οἱ ἐμποιούμενοι ἱερωσύνης», ΠΔ Έσδρ.).