υποτάσσω: Difference between revisions

From LSJ

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποτάσσω]], ΝΜΑ, και [[υποτάζω]] Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [[τάσσω]] / [[τάζω]]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κάτω]] από την [[εξουσία]] ή την [[επίδραση]], τη δική μου ή κάποιου άλλου, [[καθυποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό [[κράτος]]» β. «[[πάντα]] ὑπέταξας [[ὑποκάτω]] τῶν ποδῶν αὐτοῡ», ΠΔ<br />γ. «ὧν μὲν ἐκεῖνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>υποτάσσομαι</i><br />με τη [[θέληση]] μου τίθεμαι [[κάτω]] από την [[εξουσία]] κάποιου, [[υπακούω]] σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί [[τελείως]] στη [[γυναίκα]] του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) [[ελέγχω]], [[κατανικώ]] («κατόρθωσε να υποτάξει το [[πάθος]] του για [[εκδίκηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> [[συντάσσω]], [[εισάγω]] [[ρήμα]] σε [[υποτακτική]] («[[ἰστέον]] ὅτι τὸ ἵνα [[σύνδεσμος]] ὑποτάσσει, [[ὅταν]] δὲ κεῑται ἀντὶ τοῦ [[ὅπου]] οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ταῖς θείαις ἀρχαῑς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας [[ὄνομα]]... ἄν τις ὑποτάττοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[βάζω]] [[κάτω]] ή [[πίσω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («οἱ δὲ... [[ὄπισθεν]] ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[λαμβάνω]] ως ελάσσονα [[πρόταση]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὑποταττόμενοι</i><br />οι υπήκοοι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>οἱ ὑποτεταγμένοι</i><br />α) οι εξαρτώμενοι από κάποιον<br />β) οι [[εξής]], τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑποτεταγμένα</i><br />τα επόμενα, τα ακόλουθα<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών <b>(Στωικ.)</b><br />β) «ἡ ὑποτεταγμένη [[διάνοια]]» — το [[περιεχόμενο]], η [[ιδέα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από τις λέξεις ενός κειμένου <b>(Φιλόδ.)</b><br />γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν <b>(Πτολ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑποτεταγμένως]] ΜΑ<br />με [[υποταγή]].
|mltxt=[[ὑποτάσσω]], ΝΜΑ, και [[υποτάζω]] Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α [[τάσσω]] / [[τάζω]]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] κάποιον ή [[κάτι]] [[κάτω]] από την [[εξουσία]] ή την [[επίδραση]], τη δική μου ή κάποιου άλλου, [[καθυποτάσσω]], [[υποδουλώνω]] (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό [[κράτος]]» β. «[[πάντα]] ὑπέταξας [[ὑποκάτω]] τῶν ποδῶν αὐτοῦ», ΠΔ<br />γ. «ὧν μὲν ἐκεῖνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>υποτάσσομαι</i><br />με τη [[θέληση]] μου τίθεμαι [[κάτω]] από την [[εξουσία]] κάποιου, [[υπακούω]] σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί [[τελείως]] στη [[γυναίκα]] του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) [[ελέγχω]], [[κατανικώ]] («κατόρθωσε να υποτάξει το [[πάθος]] του για [[εκδίκηση]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>γραμμ.</b> [[συντάσσω]], [[εισάγω]] [[ρήμα]] σε [[υποτακτική]] («[[ἰστέον]] ὅτι τὸ ἵνα [[σύνδεσμος]] ὑποτάσσει, [[ὅταν]] δὲ κεῖται ἀντὶ τοῦ [[ὅπου]] οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατατάσσω]] [[κάτι]] [[κάτω]] από [[κάτι]] [[άλλο]] (α. «ταῖς θείαις ἀρχαῖς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας [[ὄνομα]]... ἄν τις ὑποτάττοι», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τοποθετώ]], [[βάζω]] [[κάτω]] ή [[πίσω]] από κάποιον ή από [[κάτι]] («οἱ δὲ... [[ὄπισθεν]] ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> [[λαμβάνω]] ως ελάσσονα [[πρόταση]]<br /><b>4.</b> (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οἱ ὑποταττόμενοι</i><br />οι υπήκοοι<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) <i>οἱ ὑποτεταγμένοι</i><br />α) οι εξαρτώμενοι από κάποιον<br />β) οι [[εξής]], τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν<br /><b>6.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑποτεταγμένα</i><br />τα επόμενα, τα ακόλουθα<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών <b>(Στωικ.)</b><br />β) «ἡ ὑποτεταγμένη [[διάνοια]]» — το [[περιεχόμενο]], η [[ιδέα]] που βρίσκεται [[κάτω]] από τις λέξεις ενός κειμένου <b>(Φιλόδ.)</b><br />γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν <b>(Πτολ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ὑποτεταγμένως]] ΜΑ<br />με [[υποταγή]].
}}
}}

Latest revision as of 14:51, 6 February 2024

Greek Monolingual

ὑποτάσσω, ΝΜΑ, και υποτάζω Ν, και αττ. τ. υποτάττω Α τάσσω / τάζω]
1. θέτω κάποιον ή κάτι κάτω από την εξουσία ή την επίδραση, τη δική μου ή κάποιου άλλου, καθυποτάσσω, υποδουλώνω (α. «ο Μέγας Αλέξανδρος υπέταξε το περσικό κράτος» β. «πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ», ΠΔ
γ. «ὧν μὲν ἐκεῖνος τὸν μὲν ἐξέβαλε, τὸν δὲ ὑπέταξε, τοὺς δὲ ἀπέκτεινε», Πλούτ.)
2. παθ. υποτάσσομαι
με τη θέληση μου τίθεμαι κάτω από την εξουσία κάποιου, υπακούω σε κάποιον (α. «έχει υποταχθεί τελείως στη γυναίκα του» β. «αἱ γυναῑκες ὑποτασσόμεναι τοῖς ἰδίοις ἀνδράσιν», ΚΔ)
νεοελλ.
μτφ. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) ελέγχω, κατανικώ («κατόρθωσε να υποτάξει το πάθος του για εκδίκηση»)
μσν.-αρχ.
γραμμ. συντάσσω, εισάγω ρήμα σε υποτακτικήἰστέον ὅτι τὸ ἵνα σύνδεσμος ὑποτάσσει, ὅταν δὲ κεῖται ἀντὶ τοῦ ὅπου οὐχ ὑποτάσσει», Μέγα Ετυμολογικόν)
αρχ.
1. κατατάσσω κάτι κάτω από κάτι άλλο (α. «ταῖς θείαις ἀρχαῖς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας», Πλούτ.
β. «τοὺς τοιούτους ὑπὸ τὸ τῆς προδοσίας ὄνομα... ἄν τις ὑποτάττοι», Πολ.)
2. τοποθετώ, βάζω κάτω ή πίσω από κάποιον ή από κάτι («οἱ δὲ... ὄπισθεν ὑποτέτακται τῷ παρασίτῳ», Λουκιαν.)
3. (λογ.) λαμβάνω ως ελάσσονα πρόταση
4. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οἱ ὑποταττόμενοι
οι υπήκοοι
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) οἱ ὑποτεταγμένοι
α) οι εξαρτώμενοι από κάποιον
β) οι εξής, τα πρόσωπα τών οποίων τα ονόματα ακολουθούν
6. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τὰ ὑποτεταγμένα
τα επόμενα, τα ακόλουθα
7. φρ. α) «αἱ ὑποτεταγμέναι ἀρεταί» — οι υποδιαιρέσεις τών τεσσάρων βασικών αρετών (Στωικ.)
β) «ἡ ὑποτεταγμένη διάνοια» — το περιεχόμενο, η ιδέα που βρίσκεται κάτω από τις λέξεις ενός κειμένου (Φιλόδ.)
γ) «αἱ ὑποτεταγμέναι κῶμαι» — οι επόμενες κώμες, τα ονόματα τών οποίων ακολουθούν (Πτολ.).
επίρρ...
ὑποτεταγμένως ΜΑ
με υποταγή.