οικοδομώ: Difference between revisions
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έω και -άω (ΑΜ οικοδομῶ, -έω) [[[οικοδόμος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] [[κτήριο]], [[κτίζω]] (α. «η [[περιοχή]] δεν έχει [[ακόμη]] οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δημιουργώ]], [[θεμελιώνω]] (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα [[Ελλάδα]]» β. «ἐπὶ ταῦτα εὐθὺς | |mltxt=-έω και -άω (ΑΜ οικοδομῶ, -έω) [[[οικοδόμος]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[ανεγείρω]] [[κτήριο]], [[κτίζω]] (α. «η [[περιοχή]] δεν έχει [[ακόμη]] οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[δημιουργώ]], [[θεμελιώνω]] (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα [[Ελλάδα]]» β. «ἐπὶ ταῦτα εὐθὺς οἰκοδομεῖτε ἄλλα φιλικὰ ἔργα», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) [[κατασκευάζω]] («οἰκοδομῶ γέφυραν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[διαμορφώνω]], φτειάχνω (α. «καὶ ᾠκοδόμησε τὴν αὐλὴν τὴν ἐσωτάτην», ΠΔ<br />β. «αἱ μέλιτται οἰκοδομοῦσιν τὰ [[κηρία]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[ωφελώ]], [[εξυψώνω]] το [[πνεύμα]] («ἡ [[γνῶσις]] φυσιοῖ, ἡ δὲ [[ἀγάπη]] οἰκοδομεῖ», ΚΔ)<br /><b>4.</b> (μέσ.-παθ.) <i>οἰκοδομοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />α) [[προσλαμβάνω]] οικοδόμους για να κτίσω [[κάτι]] («τὰ τείχη οἰκοδομησαμένων», <b>Θουκ.</b>)<br />β) ([[συνήθως]] με κακή [[έννοια]]) [[παίρνω]] [[θάρρος]], παρακινούμαι, [[συνηθίζω]] («οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν», ΚΔ). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:43, 6 February 2024
Greek Monolingual
-έω και -άω (ΑΜ οικοδομῶ, -έω) [[[οικοδόμος]] (Ι)]
1. ανεγείρω κτήριο, κτίζω (α. «η περιοχή δεν έχει ακόμη οικοδομηθεί» β. «διέταξε... οἰκίας οἰκοδομέειν», Ηρόδ.)
2. μτφ. δημιουργώ, θεμελιώνω (α. «έκανε προσπάθειες να οικοδομήσει μια νέα Ελλάδα» β. «ἐπὶ ταῦτα εὐθὺς οἰκοδομεῖτε ἄλλα φιλικὰ ἔργα», Ξεν.)
αρχ.
1. (γενικά) κατασκευάζω («οἰκοδομῶ γέφυραν», Ηρόδ.)
2. διαμορφώνω, φτειάχνω (α. «καὶ ᾠκοδόμησε τὴν αὐλὴν τὴν ἐσωτάτην», ΠΔ
β. «αἱ μέλιτται οἰκοδομοῦσιν τὰ κηρία», Αριστοτ.)
3. μτφ. ωφελώ, εξυψώνω το πνεύμα («ἡ γνῶσις φυσιοῖ, ἡ δὲ ἀγάπη οἰκοδομεῖ», ΚΔ)
4. (μέσ.-παθ.) οἰκοδομοῦμαι, -έομαι
α) προσλαμβάνω οικοδόμους για να κτίσω κάτι («τὰ τείχη οἰκοδομησαμένων», Θουκ.)
β) (συνήθως με κακή έννοια) παίρνω θάρρος, παρακινούμαι, συνηθίζω («οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ ἐσθίειν», ΚΔ).