Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βλαστήμια: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[βλασφημία]])<br />[[ανόσιος]] και [[υβριστικός]] [[λόγος]] [[εναντίον]] του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάρα]]<br /><b>2.</b> [[βρισιά]] [[εναντίον]] προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσοίωνος]] [[λόγος]] («παραστὰς τοῖς βωμοῑς βλασφημίαν πᾱσαν βλασφημεῑ»)<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]], [[συκοφαντία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βλασφημία]] <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>βλασφημώ</i>, το δε νεοελλ. [[βλαστήμια]] <span style="color: red;"><</span> (<i>ουσ</i>.) [[βλασφημία]], με [[ανομοίωση]] και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] τα προπαροξύτονα ([[πρβλ]]. <i>αγρύπνια</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγρυπνία]], [[ανημπόρια]] <span style="color: red;"><</span> <i>ανημποριά</i>, [[στενοχώρια]] <span style="color: red;"><</span> [[στενοχωρία]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=η (AM [[βλασφημία]])<br />[[ανόσιος]] και [[υβριστικός]] [[λόγος]] [[εναντίον]] του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατάρα]]<br /><b>2.</b> [[βρισιά]] [[εναντίον]] προσώπου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δυσοίωνος]] [[λόγος]] («παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημίαν πᾶσαν βλασφημεῖ»)<br /><b>2.</b> [[δυσφήμηση]], [[συκοφαντία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βλασφημία]] <span style="color: red;"><</span> <b>(ρ.)</b> <i>βλασφημώ</i>, το δε νεοελλ. [[βλαστήμια]] <span style="color: red;"><</span> (<i>ουσ</i>.) [[βλασφημία]], με [[ανομοίωση]] και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά [[προς]] τα προπαροξύτονα ([[πρβλ]]. <i>αγρύπνια</i> <span style="color: red;"><</span> [[αγρυπνία]], [[ανημπόρια]] <span style="color: red;"><</span> <i>ανημποριά</i>, [[στενοχώρια]] <span style="color: red;"><</span> [[στενοχωρία]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (AM βλασφημία)
ανόσιος και υβριστικός λόγος εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
νεοελλ.
1. κατάρα
2. βρισιά εναντίον προσώπου
αρχ.
1. δυσοίωνος λόγος («παραστὰς τοῖς βωμοῖς βλασφημίαν πᾶσαν βλασφημεῖ»)
2. δυσφήμηση, συκοφαντία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το βλασφημία < (ρ.) βλασφημώ, το δε νεοελλ. βλαστήμια < (ουσ.) βλασφημία, με ανομοίωση και αναβιβασμό του τόνου αναλογικά προς τα προπαροξύτονα (πρβλ. αγρύπνια < αγρυπνία, ανημπόρια < ανημποριά, στενοχώρια < στενοχωρία κ.ά.)].