ερίτιμος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐρίτιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], ο [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) εντιμότατος, [[αξιότιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐρίτιμος]]<br />[[είδος]] ψαριού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐριτίμως</i> (Μ)<br />πολύτιμα, με [[μεγάλη]] [[αξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]<br />[[πρβλ]]. <i>αξιό</i>-<i>τιμος</i>, <i>επί</i>-<i>τιμος</i>].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐρίτιμος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πράγματα)<br />αυτός που έχει [[μεγάλη]] [[αξία]], ο [[πολύτιμος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) εντιμότατος, [[αξιότιμος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἐρίτιμος]]<br />[[είδος]] ψαριού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐριτίμως</i> (Μ)<br />πολύτιμα, με [[μεγάλη]] [[αξία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ερι</i>- (επιτ. [[μόριο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>τιμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[τιμή]]<br />[[πρβλ]]. [[αξιότιμος]], [[επίτιμος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐρίτιμος, -ον)
1. (για πράγματα)
αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος
2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.ἐρίτιμος
είδος ψαριού.
επίρρ...
ἐριτίμως (Μ)
πολύτιμα, με μεγάλη αξία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -τιμος < τιμή
πρβλ. αξιότιμος, επίτιμος].